Είχαν περάσει αρκετές μέρες από εκείνο το πρωινό, τότε που η Κάτια κοίταξε τον Αντρέα με διαφορετικό τρόπο. Πλέον ήξερε καλά ότι επρόκειτο για ένα άτομο που της είχε κάνει χείριστη εντύπωση, μα δεν την ένοιαζε καθόλου. Στα μάτια του είχε διακρίνει κάτι μαγικό, αυτό ακριβώς που αναζητούσε στη ζωή της. Ένιωθε βαθιά μέσα της ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ένα διαμάντι, βουτηγμένο για τα καλά μέσα σε έναν βάλτο. Αν μπορούσε να αποδείξει στον εαυτό της, στον κόσμο, αλλά και στον ίδιο ότι αυτό ήταν αλήθεια, τότε θα είχε γράψει μία ιστορία αγάπης άξια βραβείου λογοτεχνίας.

Είχε πείσει τον εαυτό της ότι η σχέση τους ήταν καρμική. Σε μία περίοδο της ζωής της που όλα άλλαζαν, βρέθηκε σε εκείνο το σχολείο, χωρίς να το επιλέξει η ίδια. Συνέχιζε να συναντά αυτό το άτομο μέχρι να της κάνει την απαραίτητη εντύπωση για να του δώσει σημασία, πράγμα που δεν μπορούσε παρά να ήταν μοιραίο. Ήταν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, όπως η μέρα και η νύχτα, που ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα θα ζήλευαν τον έρωτα που μπορούσαν να δημιουργήσουν, μέσα από τη γιγαντιαία απόκλισή τους.

Η σιγουριά της, λοιπόν, αυτή, την είχε κάνει να ψάξει καλά πληροφορίες για εκείνον. Είχε μάθει ότι δεν είχε facebookή instagram, στην πραγματικότητα δεν είχε καν κινητό. Αν κάποιος ήθελε να τον βρει, το κατόρθωνε μόνο αν του το επέτρεπε ο ίδιος. Ακόμα, σύχναζε σε ορισμένα μαγαζιά της πόλης τους, όπως και σε πλατείες και είχε πολύ αμφιλεγόμενες παρέες, καθώς ακουγόταν ότι του άρεσε να μπλέκει σε καβγάδες και να παίζει ξύλο. Όταν είχε λάβει αυτήν την πληροφορία, μάλιστα, στο μυαλό της είχε έρθει η εικόνα του από τη συνάντησή τους την πρώτη μέρα του σχολείου. Θυμόταν χαρακτηριστικά ότι το ένα του μάτι ήταν κάπως μελανιασμένο σε σχέση με το άλλο, αλλά δεν είχε δώσει σημασία τότε, καθώς δεν την αφορούσε ούτε στο ελάχιστο.

Ξαφνικά, χωρίς καμία εξήγηση, είχε αρχίσει να συχνάζει σε εκείνο το μεγάλο δέντρο με όλους τους καπνιστές, δήθεν κάνοντας παρέα στην κοπέλα που καθόταν δίπλα της στο θρανίο. Διακριτικά και με περίσσια αυτοπεποίθηση, είχε αρχίσει να πιάνει κουβέντα με τον Αντρέα, ο οποίος, όμως, ήταν αρκετά απόμακρος, και έκανε συχνά σχόλια και παράπονα για το γιατί καθόταν μαζί τους, εφόσον δεν κάπνιζε και δεν είχε σχέση με τη «φάση τους». Την Κάτια δεν την πτοούσε καθόλου αυτό. Αντέκρουε τέτοια σχόλια λέγοντάς του πως πολύ σύντομα θα καταλάβαινε πόσο καλή παρέα αποτελούσε η ίδια, χαμογελώντας του πειραχτικά. Μέσα της πίστευε ότι είχε αρχίσει σίγουρα να τον γοητεύει.

Δεν άργησε και ο καιρός που οι δυο τους κανόνισαν να πάνε για καφέ. Ο Αντρέας, επηρεασμένος από την υπόλοιπη παρέα του, είχε αποφασίσει να δώσει μία ευκαιρία στο νέο μέλος της, κάνοντας ό,τι μπορούσε για να το συμπαθήσει, έστω και στον ελάχιστο βαθμό. Ο ίδιος ήταν ένα παιδί που είχε περάσει μια ζωή γεμάτη περιπέτειες και, παρόλο το νεαρό της ηλικίας του, είχε εμπειρίες που άλλοι δεν έχουν ούτε στα πενήντα τους. Το καλομαθημένο κοριτσάκι που είχε απέναντί του, λοιπόν, δεν του έλεγε τίποτα απολύτως. Ήταν πολύ περπατημένος για να κάτσει να ασχοληθεί με τα γελοία προβλήματα που ήταν σίγουρος ότι είχε. Πολύ γρήγορα κατάλαβε, όμως, ότι η Κάτια δεν ήταν καθόλου αυτό που του φάνηκε.

Ήταν ένα κορίτσι γεμάτο όνειρα και φιλοδοξίες. Είχε χιλιάδες ενδιαφέροντα, από θέατρο μέχρι σκοποβολή, και έπιασε τον εαυτό του να συμμετέχει στις συζητήσεις τους με αφοσίωση, θέλοντας να μάθει όλο και περισσότερα για εκείνη. Όσους ανθρώπους κι αν είχε γνωρίσει στη ζωή του, κανείς δεν ήταν τόσο αγαθός όσο αυτή η κοπέλα, που είχε μπει έτσι απρόοπτα στη ζωή του. Τα αισθήματά της για ό,τι της συνέβαινε ήταν πέρα για πέρα αληθινά, όπως και τα όσα του έλεγε, που δεν είχαν ούτε ίχνος υπερβολής ή υπεροψίας μέσα τους. Ήταν ένα άκρως ειλικρινές άτομο, ενθουσιασμένο για τη ζωή και για τον κόσμο, που για κάποιον παράξενο λόγο έδειχνε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για εκείνον, την ώρα που οι περισσότεροι τον έβλεπαν κι άλλαζαν πεζοδρόμιο. Εκείνη δε φαινόταν να τον φοβάται. Αντιθέτως, έμοιαζε σαν να τον θαύμαζε. Σαν να τον έβλεπε σαν μια μεγάλη πηγή πληροφοριών και γνώσεων για τη ζωή, πολύτιμη και σπάνια. Τον έκανε να νιώθει λες και μπορούσε να κάνει τα πάντα, λες κι όλα εκείνα τα όνειρα που είχε κάποτε για τον εαυτό του και τώρα ήταν παρατημένα σε μία άκρη του μυαλού του, μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα εν μία νυκτί, εάν το ήθελε. Τον έκανε να νιώθει θεός.

Οι δυο τους δεν άργησαν να κάνουν παρέα καθημερινά, στο σχολείο, σε καφέδες, σε μεταμεσονύκτιες βόλτες. Ο Αντρέας είχε ήδη αρχίσει να καταλαβαίνει ότι η μικρή φίλη του είχε αρχίσει να δαγκώνει τη λαμαρίνα και προσπαθούσε να της περάσει όσο πιο διακριτικά μπορούσε το γεγονός ότι εκείνος δεν την έβλεπε με αυτόν τον τρόπο. Όσο περισσότερο χρόνο περνούσαν μαζί, όμως, η Κάτια έφτανε όλο και περισσότερο τα σύννεφα. Ήταν πια ευτυχισμένη που φαινόταν να είχε πάρει μια περίοπτη θέση στη ζωή του, που εκείνος της έδινε τόση προσοχή και που απολάμβανε τόσο πολύ την παρέα της. Μέσα της πίστευε ότι είχε κατακτήσει το πρώτο βήμα, κι ότι ήταν θέμα χρόνου για εκείνον να παραδεχτεί πως την είχε ερωτευτεί. Όλος ο κόσμος έμοιαζε πια με μια θολή εικόνα στο φόντο, και όλα περιστρέφονταν γύρω από το αγόρι που περίμενε όλη της τη ζωή, εκείνο που διέκρινε ανάμεσα στο πλήθος.

Το αποκορύφωμα και για τους δυο ήταν όταν ο Αντρέας της δήλωσε ότι είχε φτάσει η στιγμή να τη γνωρίσει στον καλύτερό του φίλο. Ήταν ένα παιδί όμορφο, ξανθό, με τα πιο εκπληκτικά μάτια του κόσμου. Τον έλεγαν Πέτρο και ήταν πολύ διαφορετικός. Του άρεσαν τα σπορ, το διάβασμα, η ποιοτική μουσική, δεν έμπλεκε σε καβγάδες, αν και μπορούσε εύκολα να υπερασπιστεί τον εαυτό του κι ενώ γνώριζε όλες τις κακές παρέες του Αντρέα, κρατούσε ασφαλή απόσταση από αυτές, έχοντας την ωριμότητα να κρίνει ότι δεν του έκαναν. Όταν τον είδε η Κάτια, το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό της ήταν η σκέψη ότι είχε γνωρίσει τον λάθος κολλητό. Το παιδί αυτό, άλλωστε, την τράβηξε αμέσως και της έκανε άριστη εντύπωση από την πρώτη στιγμή. Ένα χαμόγελο του Αντρέα, όμως, έφτασε για να της θυμίσει τη θέση της. Ειδικά όταν αποφάσισε να της αποκαλύψει ότι το προηγούμενο βράδυ είχε σκεφτεί πόσο τέλειοι θα ήταν μαζί, πόσο αρμονικά θα περνούσαν τη ζωή τους σαν σωστό ζευγάρι. Το γεγονός και μόνο ότι μια τόσο ακραία σκέψη είχε περάσει απ’ το μυαλό του την είχε κάνει να θυμηθεί το λόγο που του είχε αφοσιωθεί με κάθε κύτταρό της. Ήταν διατεθειμένη να τον περιμένει για πάντα.

 

Συνεχίζεται…

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου