Δύσκολοι καιροί για συντροφικότητες. Το παλεύουμε βέβαια, παρά τις δυσκολίες που μπορεί ν’ αντιμετωπίσει ένα σύγχρονο ζευγάρι και τις αποφευκτικές φωνές μέσα στο κεφάλι μας που ρέπουν προς τη μοναχικότητα. Αποδοχή είναι το κλειδί, «μέχρι το τέλος». Όμως, αυτό το τέλος, υπάρχει η πιθανότητα να έρθει πιο νωρίς από ότι το περιμένουμε.

Κι αυτό γιατί χάνεται η πραγματική επικοινωνία. Και λέμε πραγματική, γιατί δεν αναφερόμαστε στα τηλέφωνα και στα μηνύματα. Αναφερόμαστε στο «από κοντά». Το από κοντά που έχει άλλη χάρη. Γιατί τότε, μπορούμε ν’ ανοιχτούμε διαφορετικά. Να δώσουμε στον άλλον να καταλάβει τι μας πειράζει. Τι μας αρέσει. Πόσο ευτυχισμένους μας κάνει. Από κοντά γεμίζουμε τις τσέπες μας εμπειρίες κι αναμνήσεις, για να βρούμε λύσεις και να πάμε παρακάτω. Από κοντά όμως και δυστυχώς, μια η καθημερινότητα, μια η έλλειψη χρόνου, μια η κούραση, δεν είναι πάντα εύκολο να τα βάλουμε όλα στην άκρη και να δημιουργήσουμε αυτήν την επικοινωνία. Χανόμαστε, ώσπου κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε το χάσμα, όταν η απόσταση έχει γίνει τεράστια. Και τότε παλεύουμε να πλησιάσουμε και πάλι, αν έχουμε την ενέργεια.

 

 

Δεν είναι πάντα εύκολο. Ο ένας ίσως χρειαστεί να παλέψει παραπάνω για να καλύψει την απόσταση και κάπως έτσι, καταλήγουμε να κυνηγάμε ο ένας τον άλλον καλύπτοντας μίλια με βήματα πότε μπρος και πότε πίσω. Οι τσακωμοί εντείνονται γιατί κάποιος εκφράζει με έντονο τρόπο αυτό που προσπαθεί να σώσει, γνωστοποιεί στον άλλον το χάσμα, ξεσκεπάζονται τα προβλήματα και καλούν το ζευγάρι να τ’ αναγνωρίσει. Κι αυτό είναι πάντα εξαιρετικά άβολο, οπότε προφανώς και θα φέρει καβγά. Όμως δεν είναι πάντα εύκολο να δεις με διαύγεια πού πρέπει να εστιάσεις, οπότε καταλήγουμε σε μια ένταση που στο φινάλε δεν είναι παραγωγική.

Ο ένας μάχεται σιωπηλά κι ο άλλος κάνει σαματά για να τον ξυπνήσει. Ο ένας προσπαθεί κι ο άλλος μένει στάσιμος ή προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του. Κι εδώ έρχεται ένα καίριο ερώτημα. Όταν εν τέλει κουράζεσαι να πολεμάς μόνος σου, απέναντι στη σιωπή ή την ομίχλη, τι κάνεις; Εξηγείς ότι θα την κάνεις κι ανακοινώνεις την παραίτησή σου από τη σχέση, ή αφήνεις τον άλλον να πάρει χαμπάρι ότι έφυγες, χωρίς κρότο και φανφάρες; Μπορεί για όλους η απάντηση να είναι προφανής, αλλά ποια «προφανή» απάντηση βλέπει ο καθένας;

Οι προσπάθειες πάντα γίνονται και από τους δύο, για να το ξεκαθαρίσουμε. Η διαφορά είναι στη χρονική στιγμή που ξεκινά ο καθένας. Εκεί το χάνουμε. Όταν λέμε στον άλλον τι μας ενοχλεί ή προσπαθούμε να σώσουμε την κατάσταση με τον δικό μας τρόπο, είναι σημαντικό να του δώσουμε το περιθώριο να το επεξεργαστεί και να αντιδράσει. Να μην τον πιάνουμε στον ύπνο. Αν τώρα συνεχίσει και κοιμάται, σημαίνει ότι δε θέλει να ξυπνήσει. Έτσι, στο τέλος, θέλοντας και μη φεύγουμε σιωπηλά, διότι δεν έχουμε άλλη επιλογή. Κάναμε τα πάντα. Αν ο άλλος άργησε να το καταλάβει, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι πια γι’ αυτό. Διότι η ψυχική κόπωση έχει φτάσει στα υψηλότερα επίπεδα, χτυπώντας πια κόκκινο.

Μπορεί μια ανακωχή να σώσει την κατάσταση; Όχι. Απλώς θα παρατείνει την αναβλητικότητα. Γι’ αυτό λέμε πως πρέπει να εκτιμάμε κάποιον όσο τον έχουμε δίπλα μας και να μην αφήνουμε την καθημερινότητα να μας ρουφά προς τα κάτω. Πίεση πάντα θα υπάρχει. Το θέμα είναι να μάθουμε να τη διαχειριζόμαστε και να μη μένουμε άπραγοι μπροστά στον άνθρωπο που έχουμε επιλέξει να είμαστε μαζί. Γιατί, στο κάτω-κάτω τον επιλέξαμε για κάποιο λόγο. Καιρός είναι να μάθουμε να ρυθμίζουμε τις πιέσεις για να γράψουμε το δικό μας τέλος μαζί.

Συντάκτης: Σία Πέρση
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου