Έχουν περάσει μέρες. Τι μέρες, μήνες έχουν περάσει, μπορεί και χρόνια, αλλά έχεις σταματήσει πια να μετράς. Δε θα σου κάνει κάποια διαφορά αν έχετε να ιδωθείτε και να μιλήσετε δέκα μήνες ή δυο χρόνια, γι’  αυτό ποιος ο λόγος να μετράς; Έχει σταματήσει να σημαίνει όσα σήμαινε για σένα και μάλλον το ίδιο θα ισχύει κι αντίστροφα, μάλλον έχεις σταματήσει να σημαίνεις κάτι για αυτόν τον άνθρωπο.

Όταν οι δρόμοι παίρνουν διαφορετικές διαδρομές για τον ένα ή τον άλλο λόγο, με τον καιρό τα δεδομένα αλλάζουν. Οι άνθρωποι αλλάζουν, οι συνήθειές τους αλλάζουν, οι ζωές τους· κι αυτές αλλάζουν. Και με όλα αυτά, αλλάζει κι ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε κάποιες καταστάσεις.

Έχει σταματήσει πια να σου είναι έμμονη ιδέα το πού είναι, με ποιους και τι κάνει. Δεν προσπαθείς να βρεις τρόπους για να μάθεις τι γίνεται στη ζωή του αυτόν τον καιρό. Ούτε που σε νοιάζει αν έχει καινούριο αίσθημα και τριγυρνούν παρέα στα μαγαζιά που πηγαίνατε μαζί. Ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να προχωρήσει και πολύ άργησε, σκέφτεσαι.

Όντως αυτά σκέφτεσαι κι αυτά πιστεύεις μέχρι εκείνην τη στιγμή. Εκείνην τη στιγμή που θα εμφανιστεί μπροστά σου με σάρκα κι οστά. Ακόμα μετά από τόσο καιρό έχει το ίδιο στιλ, το ίδιο περπάτημα, το ίδιο χρώμα στα μάτια, το ίδιο παιχνιδιάρικο βλέμμα. Όλα είναι καλά μέχρι εκείνη τη στιγμή που το όνομα του αποστολέα στο κινητό σου θα είναι το δικό του, του ανθρώπου που ήξερες εκατό τοις εκατό πως δε σε απασχολεί πια. Ακόμα μετά από τόσο καιρό τα μηνύματά του κρύβουν το ίδιο μυστήριο, έχουν στο τέλος δυο θαυμαστικά κι όπως πάντα το ίδιο κρυφό υπονοούμενο.

Απότομα και προφανώς απρόσμενα, κάτι αλλάζει. Μέσα σου, στο μυαλό σου, στο κορμί σου. Δεν ξέρεις πώς να φερθείς, ξαφνικά έχεις ξεχάσει κάθε λέξη που έχει ποτέ ειπωθεί στην ελληνική γλώσσα. Παράξενα πράγματα, προς τι αυτή η αντίδραση; Ούτε κι εσύ ξέρεις πώς να απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα. Όχι, δε σημαίνει απαραίτητα πως τα αισθήματά σου για αυτόν τον άνθρωπο σε κυριαρχούν ακόμη, αλλά ούτε και πως η παρουσία του με κάποιον τρόπο σε αφήνει σε πλήρη αδιαφορία.

Θα μπορούσε να είναι λογικό να σε αναστατώσει η ξαφνική υπενθύμιση κάποιου ατόμου που μετά από μεγάλη προσπάθεια είχες ξεχάσει. Να σου φέρει πίσω αναμνήσεις που ήταν καλά και βαθιά θαμμένες, τόσο βαθιά που στη θύμησή τους είναι σαν καινούριες πληροφορίες. Να σου φέρει πίσω αναμνήσεις απ’ τις χειρότερές σου μέρες, αναμνήσεις που σου προκαλούν ναυτία όταν πας να τις αγγίξεις.

Τα συναισθήματά σου ανάμικτα και με αιτία δικαιολογημένη. Δεν ξέρεις τι να πρωτοαισθανθείς. Μίσος; Απέχθεια; Λύπη; Χαρά; Λησμονιά; Μα κανένα από αυτά τα αισθήματα δεν ταιριάζουν απόλυτα με εκείνον τον άνθρωπο, όχι πια. Δεν υπάρχει κανένα συναίσθημα που να αφομοιώνει λεπτομερώς και να περιγράφει τι νιώθεις τη στιγμή που βρίσκεστε αντιμέτωποι και πρέπει να βρεις λέξεις να βγουν απ’ το στόμα σου για να φτάσουν σε εκείνον. Σε εκείνον τον άνθρωπο που δεν έχεις πια τίποτα να πεις. Δεν έχεις πια τίποτα να στείλεις.

Η  ταραχή θα περάσει γρήγορα, την ξεπερνάς γρήγορα πια. Και μετά την ταραχή, δεν έχεις τίποτα να νιώσεις, τίποτα να πεις ή να απαντήσεις. Γιατί ό,τι κι αν σήμαινε η λέξη αναστάτωση, δεν ήταν αυτό που ένιωσες. Εσύ ένιωσες τις μνήμες, τις στιγμές και τις μέρες να περνούν από μέσα σου για να καταφέρουν επιτέλους να ελευθερωθούν. Κι ελευθερώθηκαν, μαζί με εσένα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Πηνελόπης Παυλίδη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Πηνελόπη Παυλίδη