Θες να παίξουμε ένα παιχνίδι; Σκέψου πως αποφασίζεις να πάρεις ένα καινούργιο τζάκετ. Βγαίνεις λοιπόν για ψώνια και κοιτάζοντας τις επιλογές σου καταλήγεις σε δύο υπέροχα κομμάτια. Το δίλημμα είναι μεγάλο αφού και τα δύο σου πάνε φανταστικά και βρίσκονται σε εξαιρετικές τιμές. Ρωτάς λοιπόν αν είναι διαθέσιμα στο μέγεθός σου και για καλή σου τύχη τα πετυχαίνεις και τα δύο. Λίγο πριν αποφασίσεις κι ενώ κλείνεις περισσότερο προς το ένα τζάκετ, πλησιάζει η πωλήτρια και σε ενημερώνει πως το δεύτερο δυστυχώς είναι κρατημένο και δε διατίθεται προς πώληση.

Ξαφνικά, η επιλογή είναι ξεκάθαρη. Είναι αυτή που πιθανόν θα έκανες πριν ακόμη μάθεις πως είναι και η μοναδική. Πώς νιώθεις λοιπόν; Ικανοποίηση για το ότι πέτυχες ένα υπέροχο τζάκετ ή απογοήτευση που δεν μπορείς να πάρεις το άλλο; Ποιο από τα δύο σου φαίνεται πιο ελκυστικό τώρα; Ποιο θες περισσότερο αλήθεια;

Δεν είναι εξαιρετικά περίεργο το ότι και μόνο η ιδέα του απρόσιτου, καθιστά αυτομάτως κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον; Είτε αφορά οτιδήποτε γνώριζες πως μπορείς να έχεις και τώρα σου το έχουν στερήσει, είτε αυτό αφορά κάτι εξαρχής απλησίαστο. Σαν διεστραμμένα όντα μας ελκύουν όλα όσα δεν μπορούμε να έχουμε, τόσο που μπορεί να καθορίσουν και να διαφοροποιήσουν τις επιλογές και τα γούστα μας. Όταν βέβαια μιλάμε για ένα τζάκετ το πρόβλημα λύνεται σχετικά εύκολα. Παίρνεις ένα πουλόβερ και αφήνεις το τζάκετ για το επόμενο φθινόπωρο. Όταν όμως αυτό αφορά πράγματα ολίγον τι σοβαρότερα όπως έναν άνθρωπο ας πούμε. Τότε πόσο πολύ μπορεί να μας κοστίσει αυτό το μικρό κατασκευαστικό λάθος του ανθρώπινου μυαλού μας;

Λένε πως αν θες να λύσεις κάτι, πρέπει πρώτα να ανακαλύψεις τη ρίζα του προβλήματος. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε πως αυτή δεν είναι και πολύ βαθιά, ίσως αξίζει να αποδώσουμε κάποιες ευθύνες στην απείθαρχη πτυχή του εαυτού μας, η οποία αρνείται να αποδεχθεί όσα είναι δεδομένα. Είμαστε εκ φύσεως προσαρμοστικά όντα, τόσο που στο τέλος δεχόμαστε τις καταστάσεις που προκύπτουν σε μας. Αυτό όμως δεν εμποδίζει σε τίποτα τη πρωταρχική μας αντίδραση, η οποία πάει πάντα κόντρα σε όσα μας παρουσιάζονται. Σαν να μας θρέφει αυτή η αντίσταση που προτάσσουμε σε όσα θέλουν να μας επιβληθούν.

Απ΄ την άλλη, δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις την ομορφιά της άρνησης να αποδεχθούμε πως δεν μπορούμε να έχουμε κάτι. Δε δεχόμαστε την έλλειψη επιλογής, ακόμη κι αν δεν τη θέλουμε πραγματικά. Το αγωνιστικό μας πνεύμα συνεχίζει να πιστεύει πώς με κάποιο τρόπο μπορούμε να πετύχουμε κάτι, ακόμη κι όταν όλα υποστηρίζουν το αντίθετο. Αυτό και μόνο, αξίζει το θαυμασμό μας.

Όταν βέβαια η συζήτηση αφορά τις ερωτικές σχέσεις το ερώτημα αλλάζει. Τότε ίσως αξίζει να σκεφτούμε, όχι γιατί μας ελκύουν όσοι άνθρωποι είναι απρόσιτοι προς εμάς, αλλά τι είναι αυτό που τους κάνει απρόσιτους. Πώς δηλαδή καθορίζουμε πως κάποιος είναι τόσο απλησίαστος ώστε να πυροδοτούμε αυτή την αντίδραση στους εαυτούς μας; Αν εξαιρέσουμε κάθε διάσημο που καταλήγει να γίνεται μόνιμο crash στη ζωή μας, κάθε άλλος άνθρωπος είναι απρόσιτος μόνο μέχρι τη στιγμή που σταματάει να είναι. Το απίστευτο είναι πως αυτή η στιγμή είναι εξ’ ολοκλήρου στο χέρι μας και μας λύνει ταυτόχρονα δύο προβλήματα. Καταρχάς πλέον σταματάει να θεωρείται απλησίαστο, έτσι γνωρίζουμε ότι το ενδιαφέρον μας θα συνεχίσει να υπάρχει μόνο αν είναι ειλικρινές. Και κατά δεύτερον, όπως συμβαίνει συνήθως με οτιδήποτε νομίζουμε πως δεν υπάρχει περίπτωση να κατακτήσουμε ποτέ, αποδεικνύουμε στον εαυτό μας, πόσο λάθος είχαμε.

 

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου