Δύο είναι τα μεγαλύτερα ψέματα που μπορούν να υποθούν από κάποιον˙ πως από Δευτέρα αρχίζει δίαιτα και πως έστω και μια φορά έχει εκμυστηρευτεί με ειλικρίνεια όλες του τις φαντασιώσεις. Γιατί τι νόμισες ότι είναι οι φαντασιώσεις, περασμένα μαθήματα σε εξεταστική Ιανουαρίου, για να μετριούνται στα δάχτυλα του μισού χεριού σου; Όχι φίλε, ακόμη κι αν πούμε να καταγράψουμε τις φαντασιώσεις του πιο βαρετού τυπά ή τύπισσας που κυκλοφορεί, αυτού που βγαίνει 7 με 9 και κοιμάται στις 10 και μισή για να κλείσει οχτάωρο, ακόμη και τότε ο ένας τόμος βιβλίου θα ήταν μόνο η αρχή. Και τόσος όγκος πληροφορίας, χρειάζεται ένα κάποιο χρόνο για να ειπωθεί, κυρίως όταν με δυσκολία ανοίγεις το στόμα σου να το αρθρώσεις.

Με τη λιγοστή γνώση μου και τη λίγο μεγαλύτερη εμπειρία μου, παίρνω το θάρρος να διαχωρίσω τις φαντασιώσεις σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά όλες αυτές που θες οπωσδήποτε να δοκιμάσεις έστω και μια φορά στη ζωή σου, ενώ η δεύτερη αφορά αυτές που δύσκολα θα μπορούσαν να γίνουν πράξη και ίσως η χρησιμότητά τους δε στηρίζεται άμεσα και μόνο στη εφαρμογή τους σε πραγματικό χρόνο. Για να το μιλήσουμε και στη μητρική σου γλώσσα, στην πρώτη κατηγορία συγκαταλέγονται οι πιο mainstream φαντασιώσεις, ξέρεις εσύ τώρα, το τρίο που φαντάζεσαι με τη σχέση και το γκομενάκι της διπλανής πόρτας, το σαδομαζο που έχεις τη ψευδαίσθηση ότι κατέχεις με δύο φορές που έχεις δει το Fifty Shades και έναν ξεχασμένο οδηγό με στάσεις, τέτοια πράγματα. Τώρα σκέψου πως όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται στα είδη φαντασιώσεων με κάποια ποσοστιαία πιθανότητα υλοποίησης. Δεν έχουμε καν αρχίσει με τη δεύτερη κατηγορία που αφορά ερωτικές περιπτύξεις σε διαστημικούς σταθμούς κι άλλα παρόμοια. Τι, μόνο εγώ; Αυτό και μόνο ως γεγονός, ίσως να απαντά στο ερώτημα του γιατί δε μοιραζόμαστε εύκολα τις φαντασιώσεις μας.

Καθώς όμως δεν καλύπτει και εξ’ ολοκλήρου την ερώτηση, ας το δούμε και λίγο πιο σφαιρικά το θεματάκι του γιατί μάς είναι τόσο δύσκολο να συζητάμε τις φαντασιώσεις μας; Η πιο απλή εξήγηση μπορεί να σταθεί και μόνο στη φύση του θέματος, η οποία το καθιστά σε πολλούς κύκλους κόκκινη σημαία. Αν σκεφτώ βέβαια τους δικούς μου κύκλους, η απάντηση μάλλον θα κρύβεται κάπου αλλού. Το μόνο σίγουρο είναι πως σε κάθε περίπτωση, η δυναμική μιας συζήτησης μεταβάλλεται και μάλιστα με ραγδαίους ρυθμούς όταν γίνεται η μετάβαση από τη γενική εναπόθεση ιδεών στην προσωπική κατάθεση επιλογών και σκέψεων. Με άλλα λόγια, όλοι μας είμαστε και πολύ άνετοι και κουλ στο χαβαλέ και μεταξύ φίλων, αλλά την ώρα της συζήτησης και επί του πρακτέου, μούγκα στο δωμάτιο.

Ένας σοβαρός λόγος για το γεγονός αυτό θα μπορούσε να είναι ο φόβος της αρνητικής απάντησης. Και παρ’ όλο που μοιάζει αρκετά σοβαρός ώστε να ισχύει, δεν είναι ο συνήθης κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα είμαστε πολύ πιο εξοικειωμένοι με την άρνηση απ’ όσο πιστεύουμε. Με αυτό που ίσως δεν τα πάμε και τόσο καλά είναι οι αρνητικές αντιδράσεις και στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει μια ξεκάθαρη διαφορά μεταξύ των δύο. Ένα όχι, μετά από μια τέτοιου είδους πρόταση δε φαντάζει ποτέ ως μόνο ένα όχι. Μοιάζει σαν μια ολόκληρη θεώρηση πίσω από αυτό, είναι η εικόνα που μπορεί ο άλλος να σχηματίσει για σένα, φτάνει να είναι ένα πιθανό δίλημμα αποδοχής ή απόρριψης, όχι της πρότασης αλλά εσένα του ίδιου και άλλα τόσα που μπορεί να ταλαντεύουν το πιεσμένο σου μυαλό και να φαντάζουν πολύ ριψοκίνδυνα για τη δεδομένη στιγμή. Καλύτερο δεν είναι να μένεις στα βασικά; Αυτά τα κοινώς αποδεκτά και ευκόλως εννοούμενα.

Όχι δεν είναι καλύτερο, μάλιστα είναι ίσως το χειρότερο που μπορείς να κάνεις. Ξέρω ‘γω, το έκανα χρόνια. Κι όχι μόνο γιατί τα άλλα, όσα όσα τελοσπάντων θα είναι διαθέσιμα προς δοκιμή και αποδεκτά για πειραματισμό από όλους τους συμμετέχοντες, μπορούν να είναι ίσως ό, τι καλύτερο-ή και ό, τι χειρότερο κι αυτό έχει την αξία του-έχεις δοκιμάσει μέχρι στιγμής στο συγκεκριμένο τομέα. Κυρίως γιατί τέτοιες συζητήσεις πάνω απ’ όλα μπορούν να προσφέρουν κάτι μακράν πιο χρήσιμο. Καλλιεργείς την οικειότητα και πίστεψέ με, αυτή κι αν απαιτείται στον τομέα αυτό, είτε θες να μένεις στα βασικά είτε επιδίδεσαι στα εκτός ύλης.

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου