Απωθημένου κι ανεκπλήρωτου γωνία, οι πιο στέρεες διέξοδοι την ώρα που όλα γύρω σου μοιάζουν να σε πνίγουν.

Κλείνεις τα μάτια προσπαθώντας να ξεφύγεις από το «τώρα» και δραπετεύεις σε ένα «αν» τόσο γεμάτο από εικόνες που σε απορροφούν και σε γεμίζουν.

Μόνο που είναι αέρας αυτό το γέμισμα. Μπορεί να είναι αέρας με ήλιο και να σε κρατάει για λίγη ώρα παραπάνω εκεί στα ψηλά, αλλά παραμένει αέρας και κάποια στιγμή αδειάζει αφήνοντάς σου μόνο μια παραμορφωμένη αστεία φωνή.  

Αδειάζει την ώρα που κραυγάζεις μέσα σου για τις επιλογές που δεν έκανες, για την δουλειά που δε διεκδίκησες, για το σπίτι που δεν άλλαξες, για τα λόγια που δεν είπες.

Είναι αυτά τα ανεκπλήρωτα «αν» που έρχονται κάθε μέρα και σου βγάζουν την γλώσσα περιπαικτικά σαν να σε κοροϊδεύουν, που κάποτε αποφάσισες να σπουδάσεις ναυτιλιακά γιατί ντράπηκες να πεις πως θες να γίνεις συγγραφέας και τώρα ακόμα και πλαστικοποιημένες και σιλικονάτες τύπου συγγραφείς, φαντάζουν μπροστά σου κάτι σημαντικό.

Κάθεσαι στο γραφείο σου, στο κατά τ’ άλλα πολύ άνετο και ζηλευτό γραφείο σου, που πολλοί άλλοι εκεί έξω θα σκότωναν για να το έχουν κι αντί να απολαύσεις αυτό που ζεις, σκέφτεσαι μια φανταστική φιγούρα που θα μπορούσες να είσαι, γράφοντας και σκαρώνοντας ιστορίες από το τίποτα, μαγεύοντας μυαλά και παγιδεύοντας ψυχές μέσα στις λέξεις σου.

Κι είναι η ίδια φιγούρα που θα ήθελες να είσαι και τώρα, μέσα στην απογευματινή κίνηση σε κάνει να σκέφτεσαι πως εκείνη η γκόμενα, η συγγραφέας ντε.. δεν θα οδηγούσε ποτέ jeep.

Και ζηλεύεις εκείνο το σκαραβαίο που ποτέ δεν πήρες, ακόμα και το ποδήλατο που περνάει δίπλα σου και το βρίσκεις γοητευτικά εναλλακτικό.

Κι όσο να κάνει η Κηφησίας να ξεμπλοκάρει, εσύ γιγαντώνεις την φιγούρα που νομίζεις πως θα είχες γίνει «αν»..

Την γιγαντώνεις και τις δίνεις μυθικές διαστάσεις γιατί την φτιάχνεις στα μέτρα σου, την φτιάχνεις μόνο με θέλω και χωρίς πρέπει. Της δίνεις χαμόγελο εικοσιτετραώρου διάρκειας και έμπνευση αδιάκοπη. Δεν τις δίνεις λευκές σελίδες, δεν της δίνεις προβλήματα.

Την βάζεις το πρωί να περπατά στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής και το μεσημέρι να περιπλανιέται στο Πασαλιμάνι και να πίνει λευκό κρασί στο Belle Amie, να χάνεται στα δισκάδικα στα Εξάρχεια λίγο πριν νυχτώσει και τα βράδια να χάνεται στην Καρύτση με coctails και σφηνάκια.

Δεν της δίνεις ποτέ στην εικόνα πονοκέφαλο, κούραση και μάτια πρησμένα.

Δεν την στέλνεις να πληρώσει την ΔΕΗ, να τσακωθεί στην εφορία ή να ξεμείνει από λεφτά στην μέση του πουθενά.

Την κάνεις άτρωτη και αγρατζούνιστη στο μυαλό σου. Την κάνεις γοητευτικό αερικό που αφήνει στο πέρασμά της μόνο χρώμα και μυστήριο.

Κι έρχεται αυτή η γοητευτική περσόνα σου και ξεκλειδώνει την πόρτα του σπιτιού για να συναντήσει τον έρωτα που δεν έζησες.

Εκείνο τον έρωτα που πριν από χρόνια δεν τόλμησες να ζήσεις και τον άφησες να αιωρείται μόνο στο μυαλό σου και στην σφαίρα των αδιεκδίκητων θέλω σου.

Εκείνον που βάφτισες «τον μοναδικό αληθινό έρωτα της ζωής σου».

Δεν θέλω να σε πληγώσω, αλήθεια, αλλά οφείλω να στο πω.

Δεν είναι ο μοναδικός αληθινός έρωτας της ζωής σου, δεν είναι καν αληθινός, πόσο δε μάλλον δεν είναι έρωτας.

Είναι ένα τίποτα, διανθισμένο με πολλά απωθημένα που θα επιθυμούσες να έχει ο άνθρωπος που κοιμάται δίπλα σου στον καναπέ.

Είναι οι φράσεις σου που ξεκινάνε πάντα «εκείνος δεν θα…»

Εκείνος δεν θα βαριόταν ποτέ να πάμε σινεμά, εκείνος δεν θα ξέχναγε ποτέ την γιορτή μου, εκείνος δεν θα…

Ναι, μόνο που εκείνος δεν υπάρχει.

Έχεις την εικόνα του αλλά όχι την ουσία του.

Δεν έχεις κοιμηθεί μαζί του, δεν ξέρεις τον τρόπο που αγκαλιάζει κι αν αυτή η αγκαλιά θα κούμπωνε με την δικιά σου.

Δεν έχεις ακούσει την ανάσα του ή το ροχαλητό του μέσα στην νύχτα.

Δεν έχεις βρεθεί απέναντί του με φόρμα, κοτσίδα και γυαλιά μυωπίας.

Δεν έχεις νιώσει την τριβή που φέρνει μια σχέση αλλά δεν έχεις βιώσει και την οικειότητα που κρύβει αυτή η σχέση.

Το απωθημένο σου δεν θα γίνει ποτέ τραγούδι γιατί θα είναι πάντα απωθημένο, ανολοκλήρωτο, μισό.

Θα είναι πάντα είτε οι στίχοι, είτε η μελωδία.

Δεν θα ενωθούν ποτέ αυτά τα δυο μαζί για να γίνουν τραγούδι, για να πάρουν υπόσταση και να δημιουργήσουν μνήμες.

Το απωθημένο, ο έρωτας που δεν έζησες, είναι αυτός που θα θεωρείς πάντα τον μεγαλύτερο γιατί δεν τον έστειλες ποτέ να κατεβάσει τα σκουπίδια.

Δεν κουλουριάστηκες ποτέ πάνω του για να σου περάσουν οι πόνοι.

Δεν έκλαψες ποτέ για εκείνον, δεν τον συγχώρεσες για καμία «αμαρτία» του και δεν τσακώθηκες ποτέ μαζί του.

Δεν είπες για εκείνον ποτέ μεγάλα λόγια, δεν βγήκες να πιεις και να αναλύσεις μέχρι τελικής πτώσεως και την παραμικρή παράμετρο της σχέσης σας.

Ο ανεκπλήρωτος έρωτάς σου, είναι ένα τίποτα, γιατί δεν ξέρεις πώς φιλάει, δεν ξέρεις να αναγνωρίσεις την μυρωδιά του ανάμεσα σε δεκάδες άλλες.

Δεν τσακώθηκες χαράματα μαζί του και δεν σου ζήτησε ποτέ σιωπηλά συγγνώμη ζεσταίνοντάς σου τα παγωμένα σου πόδια.

Ο ανεκπλήρωτος έρωτάς σου, είναι ένα παιχνίδι του μυαλού σου για να συμπληρώνεις τα κενά της πραγματικής σου ζωής.

Εκείνης που δεν χωράει μέσα της «αν».

Ο ανεκπλήρωτος έρωτάς σου, η ανεκπλήρωτη ζωή σου, που σε περιμένει να την ζήσεις κάθε φορά που η πραγματικότητά σου σε στριμώχνει, είναι απλά ένα διάλειμμα, μέχρι να πάρεις τις ανάσες σου και να ξαναβουτήξεις στα βαθιά της ζωής σου.

Το ανεκπλήρωτο δεν απαιτεί κόπο, δεν απαιτεί αφοσίωση, δεν απαιτεί ενέργεια.

Δεν αλληλεπιδράς, δεν συμμετέχεις, δεν αξιώνεις, δεν ρισκάρεις.

Είναι ένα φανταστικό σημείο αναφοράς σου, ιδανικά φτιαγμένο στα μέτρα και τα δεδομένα σου, για να κινητοποιείς το σήμερα σου. Για να διεκδικείς το κάτι παραπάνω από την στιγμή σου. Από την αλήθεια σου.

Κι αν το θέλησες πολύ, κι αν το θέλεις ακόμα περισσότερο, κι αν δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό, τότε δεν θα ήταν απωθημένου κι ανεκπλήρωτου γωνία αλλά στο σταυροδρόμι «θέλω και διεκδικώ».

 

Συντάκτης: Σοφία Παπαηλιάδου