Βάσει φυσικής, τα ετερώνυμα έλκονται, ενώ τα ομώνυμα απωθούνται. Μπορούν, όμως, οι ίδιοι κανόνες να εφαρμοστούν και στις ανθρώπινες σχέσεις; Μπορεί ένα αρνητικό πεδίο να έλκεται από ένα θετικό, στις σχέσεις, όμως, δε σημαίνει ότι αυτή η έλξη μπορεί να δημιουργήσει άρρηκτο δεσμό μεταξύ των δύο. Ενώ, λοιπόν, στη φυσική, ο κανόνας εφαρμόζεται τέλεια, στις διαπροσωπικές σχέσεις καταρρίπτεται, αφού μετά την έλξη συνήθως έπεται σύγκρουση.

Οι άνθρωποι έχουν τη γενική τάση να αναζητούν αυτό που δεν τους ανήκει. Έτσι, συχνά προσελκύονται απ’ ό,τι είναι αντίθετο από αυτούς. Η έλξη αυτή, παρ’ όλα αυτά, δε σημαίνει πως θα καταλήξει απαραίτητα σε σχέση. Συνήθως, είναι ενθουσιασμός που κρατά μονάχα για λίγο, απλώς και μόνο επειδή είναι κάτι καινούργιο, διαφορετικό από ‘σένα κι αυτό το άγνωστο σε εξιτάρει. Οι περιπτώσεις στις οποίες η έλξη, όντως, θα εξελιχτεί σε κάτι βαθύτερο, θα αφορούν κατά πάσα πιθανότητα σύντομες σχέσεις και μάλλον πιο επεισοδιακές απ’ τις συνηθισμένες.

Εννοείται πως υπάρχουν κι οι εξαιρέσεις κι αυτές αποτελούν άτομα που ναι μεν διαφέρουν, αλλά οι διαφορές τους είναι συμπληρωματικές. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος με χαμηλότερη αυτοπεποίθηση προσελκύεται από έναν πιο κοινωνικό κι εξωστρεφή τύπο ανθρώπου. Η αδυναμία, δηλαδή, του ενός γίνεται η δύναμη του άλλου, δημιουργώντας έτσι μία ισχυρή ομάδα.

Ο σημαντικότερος παράγοντας σε μια σχέση είναι η χημεία. Οπότε όταν γνωρίζεις έναν άνθρωπο, μπορεί το πρώτο στοιχείο που αναγνωρίζεις να ‘ναι η εξωτερική του εμφάνιση, όμως το κατά πόσο θα τον αντιληφθείς ως ελκυστικό έχει να κάνει με ένα υποσυνείδητα υποκινούμενο μηχανισμό του εγκεφάλου. Άρα, αν το ετερώνυμο θεωρηθεί απ’ τον οργανισμό ως γοητευτικό, τότε σημαίνει πως υπάρχει χημεία και μπορεί να προχωρήσει η δημιουργία μιας σχέσης. Αν, όμως, αυτό δεν ισχύσει, τότε μια τόσο ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους δύο μπορεί να σταθεί αντίποδας των συναισθημάτων και να χωρίσει το ζευγάρι.

Η αλήθεια είναι πως έχουμε συνηθίσει να αρθρώνουμε το ρητό «τα ετερώνυμα έλκονται» χωρίς ιδιαίτερη αφοσίωση στο γιατί αυτό συμβαίνει κι αν όντως αληθεύει. Ναι, οι άνθρωποι ενθουσιάζονται με άτομα εντελώς μακρινά απ’ τους ίδιους, αυτό όμως γίνεται διότι τα εξιδανικεύουν και πείθονται πως αυτό που δεν έχουν είναι πιο αρεστό και συνάμα πιο ποθητό. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που θέλουμε είναι κάτι πολύ πιο οικείο, γιατί εκεί είναι που νιώθουμε ασφαλείς.

Βάσει φυσικής, τα ετερώνυμα έλκονται, ενώ τα ομώνυμα απωθούνται. Δεν μπορούν, όμως, οι ίδιοι κανόνες να εφαρμοστούν στις ανθρώπινες σχέσεις. Δύο μαγνητικοί πόλοι, διαφορετικής ελκτικής ικανότητας, ναι, έλκονται, οι άνθρωποι, εντούτοις, είναι κάτι πολύ πιο πολύπλοκο από δύο μαγνητικούς πόλους.

Όπως και να ‘χει, το να καταλήξει κανείς στο απόλυτο συμπέρασμα ότι αναζητούμε καθρέφτες των εαυτών μας ή άκρως αντίθετες μορφές, θα ήταν αρκετά αφελές. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε πως όλα τα ετερώνυμα μπορούν να συνυπάρξουν, ενώ όλα τα ομώνυμα αποτυγχάνουν, αφού οι αμέτρητες ατομικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων αποτρέπουν την οποιαδήποτε καθολική γενίκευση επί του θέματος. Όλα εξαρτώνται απ’ το ποιες είναι οι ομοιότητες στις οποίες αναφερόμαστε και ποιες οι διαφορές.

Συνοψίζοντας, αν ο καθένας είναι ένα κομμάτι από σκόρπιο puzzle, τότε σημασία έχει αν τα κομμάτια των εκάστοτε ατόμων μπορούν  να ενωθούν. Αν όχι, ακόμα κι αν τα ετερώνυμα έλκονται, στην πορεία θα συγκρουστούν, γιατί όπως έχουν ξαναπεί, τα ετερώνυμα μπορεί να έλκονται, τα ομώνυμα όμως αντέχουν!

 

Συντάκτης: Αθηνά Τσαγγαρίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη