Λάθος… Τι ονομάζουμε «λάθος»; Ό,τι μετανιώσαμε ή ό,τι μετάνιωσαν οι άλλοι; Ό,τι δε ζήσαμε ή ό,τι δεν έπρεπε να ‘χαμε ζήσει; Είναι λάθος η απόφαση, η στιγμή, ο άνθρωπος ή, μήπως, το μόνο λάθος το κάνουμε εμείς που πιστεύουμε ότι μπορούμε να καθορίσουμε –τόσο στη ζωή μας, όσο και στη ζωή των άλλων– τι είναι λάθος;

Καθένας από εμάς κουβαλάει στις αναμνήσεις του εκείνα τα πρωινά που μας βρίσκουν μόνους και μετανιωμένους, με κάποιο ξένο άρωμα να ποτίζει τα σεντόνια και κάποιες τύψεις να γρατζουνάν άτσαλα το μυαλό μας. Μας λείπει απ’ την ιστορία η σιγουριά ή έστω μία κάποια συνέχεια, έτσι τη βαφτίζουμε λάθος. Λάθος ήταν οι ασήμαντες εκείνες στιγμές που περάσαμε με κάποιον άγνωστο που ποτέ δε θέλησε να γίνει γνωστός, λάθος η αγκαλιά που δεν άφησε αποτυπώματα πάνω μας, λάθος εκείνες οι κουβέντες οι αληθινές, δίχως «αλλά» και «πρέπει». Ήταν;

Πολλοί λένε πως εκείνα τα βράδια σε τίποτα δε διαφέρουμε απ’ τα ζώα, μα εκείνα τα βράδια είμαστε περισσότερο άνθρωποι από κάθε άλλη φορά. Με κλειστά τα φώτα των σπιτιών και σβησμένα τα «καθώς πρέπει» της κοινωνίας, αφηνόμαστε σε όλες εκείνες τις κακές συνήθειες, στις αφιλτράριστες επιθυμίες μας, στην ελευθερία μας, στα χέρια κάποιου άγνωστου για λίγο… Κι, εν τέλει, συστηνόμαστε στον πιο αληθινό μας εαυτό.

Τελικά, όσοι μας γνώρισαν για λίγες ώρες, πολλές φορές μας γνωρίζουν καλύτερα από εκείνους που μας ξέρουν μια ζωή. Γιατί μας είδαν στις αδυναμίες μας, με τις ατέλειές μας, όταν κυριαρχούσε το παιδί μέσα μας κι όχι ο άψογος ενήλικας, είδαν τα σκοτάδια μας, τις αλήθειες μας, δεν τους ζητήθηκε τίποτα, αλλά στο τέλος τους αφήσαμε πολλά.

Όχι, δε μας θυμούνται πια κι εμείς τους λογαριάζουμε για “λάθη” και τάχα τους ξεχνάμε, αλλά όταν κανένας δεν κοιτάει, τους λαχταράμε ακόμα. Εκείνους και τον τόσο ατελή μαζί τους εαυτό μας. Κι αν τίποτα δε θυμόμαστε πια –ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε– εκείνοι ήταν που μας χάρισαν τις πιο καθοριστικές συντεταγμένες για να βρούμε το σήμερα και να ονειρευτούμε το αύριο.

Το μαξιλάρι δε θα γέμιζε ποτέ, αν δεν ένιωθες εκείνο το κενό όταν το έβλεπες τσαλακωμένο κι άδειο δίπλα σου. Η αγκαλιά δε θα ζέσταινε ποτέ αν δεν πάγωνες εκείνα τα λίγα λεπτά της γρήγορης κι ανούσιας αγκαλιάς που σου χάρισαν. Κι εκείνοι οι περαστικοί άνθρωποι, αν ποτέ δεν περνούσαν απ’ τη ζωή σου, ίσως και να μην αναζητούσες ποτέ τους σταθερούς.

Καμία στιγμή δε χάνεται –λάθος ή σωστή– στεριώνει μέσα σου, στη δική σου αλήθεια. Καμία μοναξιά που αισθάνθηκες δεν ήταν αποτέλεσμα λάθους, απλώς μια πραγματικότητα που σου έλεγε να μην εξακολουθείς να τη δέχεσαι. Λίγα λεπτά τη νύχτα, σημαντικά ή ασήμαντα, μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο που θα βλέπεις τον κόσμο αύριο το πρωί. Σαν διαμάντια να τα κρατάς μέσα σου εκείνα τα βράδια, μην τα λογαριάζεις περασμένα, ούτε τους ανθρώπους περαστικούς∙ όλα κρατάνε μία στιγμή μα κι η ίδια η ζωή μία στιγμή είναι, περαστική για όσους δεν τη φροντίζουν.

Υ.Γ. Απόψε, μη μετανιώσεις για τίποτα. Άλλωστε, οι αληθινά περαστικοί δεν ήταν εκείνοι που σου έκαναν συντροφιά εκείνο το βράδυ, αλλά όσοι σου υποσχέθηκαν ότι θα μείνουν και σε έκαναν σήμερα να επιλέξεις να γίνεις κι εσύ ένας απλός περαστικός.

 

Συντάκτης: Βασιλεία Παπαδημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη