Όταν η συζήτηση αφορά τις «σχεδόν σχέσεις», εύκολα θα παρατηρήσει κανείς την προκατάληψη που ακολουθεί τους εμμένοντες αδέσμευτους. Τις περισσότερες φορές η κρίση μας σπεύδει να εξάγει συμπεράσματα που, απ’ τη μια ίσως δεν ανταποκρίνονται καθόλου στην πραγματικότητα κι απ’ την άλλη, τις περισσότερες φορές είναι ορμώμενα αποκλειστικά απ’ τον τρόπο που εμείς αντιλαμβανόμαστε τον έρωτα κι όλα τα συνοδευτικά του. Ένας άνθρωπος λοιπόν που ασπάζεται την άποψη ότι ο έρωτας οφείλει ν’ ακολουθεί μια προδιαγεγραμμένη πορεία για ν’ αποδεικνύει την ύπαρξή του, μια πορεία που συνήθως αποτελείται απ’ τα στάδια, γνωριμία, κεραυνοβόλημα, συγκατοίκηση, μονόπετρο, μαιευτήριο, τις πιο πολλές φορές και χωρίς δισταγμό, θα θεωρήσει ότι όποιος αποκλίνει αυτής της διαδρομής, τελικά δεν ερωτεύτηκε και τόσο. Αν τώρα κάποιος αποφεύγει συστηματικά αυτά τα στάδια θ’ ακούσει να του προσάπτουν διάφορα άλλοτε προσβλητικά, άλλοτε περιπαιχτικά κι άλλοτε ακατανόητα.

 

Μπορεί η σχεδόν σχέση να καλύψει την ανάγκη για έρωτα;

 

Στον αντίποδα όμως υπάρχει κι ο άνθρωπος που όλα τα παραπάνω στάδια όχι μόνο δεν τα θεωρεί σφραγίδες ταυτοποίησης του συναισθήματος αλλά ίσως και την αιτία της αυτοκαταστροφής του. Κόντρα στη γενικότερη περιρρέουσα αντίληψη ότι όσοι μπαινοβγαίνουν σε σχεδόν σχέσεις δεν ερωτεύονται υπάρχει η άποψη ότι όχι μόνο ερωτεύονται αλλά ίσως και πιο δυνατά απ’ τον καθένα. Αν υποθέσουμε, κάπως αυθαίρετα αλλά με μικρή στατιστική απόκλιση, ότι μια μέση σχεδόν σχέση διαρκεί συνήθως από ένα μήνα ως έξι μήνες, εύλογα αναρωτιόμαστε μήπως τελικά εκείνοι που φανατικά τις επιλέγουν, τις προτιμούν ακριβώς για να μπορούν ν’ αναβιώνουν διαρκώς το εκστατικό ξεκίνημα ενός έρωτα.

 

 

Βρες εδώ το βιβλίο που θα δώσει απάντηση σε όλα όσα σκέφτεσαι για τις σχεδόν σχέσεις.

Ή κατέβασέ το σε όλες τις συσκευές σου.

Μια συζήτηση που έπρεπε να γίνει.