Το ρολόι δείχνει 7 ακριβώς και το ξυπνητήρι βγαίνει αίφνης απ’ το λήθαργο που ήταν βυθισμένο, αρχίζοντας να βαράει δαιμονισμένα. Το κλείνεις με δύναμη, συγκρατώντας την παρόρμηση που σου γεννιέται να το πετάξεις στον τοίχο. Σηκώνεσαι και προσπαθείς να ετοιμαστείς όσο πιο γρήγορα γίνεται, βλέποντας ότι πάλι ξέχασες να φορτίσεις το κινητό ενώ παράλληλα ψάχνεις για εκείνα τα αναθεματισμένα έγγραφα που βρήκαν πάλι την ώρα να παίξουν κρυφτό.

Τρέχεις πανικόβλητος στις κυλιόμενες του μετρό για να προλάβεις το συρμό που μόλις έφθασε κι εκεί που σπεύδεις να ευχαριστήσεις την τύχη που σου χαμογέλασε έστω κι αργά, οι πόρτες κλείνουν και μένεις στις αποβάθρες να κοιτάς το ένα βαγόνι να διαδέχεται γρήγορα το άλλο. Υπομένεις γι’ ακόμη μια φορά την κατσάδα του αφεντικού σου και δέχεσαι με στωικότητα τις υπερωρίες που σου φορτώνει.

Εξουθενωμένος απ’ τις υποχρεώσεις της ημέρας, γυρνάς σπίτι και στην ερώτηση «πώς τα πέρασες;» αφήνεις επιτέλους ελεύθερη την οργή να ξεχειλίσει από μέσα σου και να πνίξει όποιον βρεθεί στο δρόμο της. Λόγια ασυνάρτητα, συνοδευόμενα από νευρικές κινήσεις και θυμωμένες εκφράσεις, αποτελούν την απάντηση σ’ ένα απλό ερώτημα που το μοναδικό που κρύβει είναι η αγάπη και το ενδιαφέρον των δικών σου ανθρώπων.

Ο θυμός μοιάζει πολύ μ’ ένα μπαλόνι. Όσο περισσότερο φυσάς μέσα του, τόσο πιο πολύ μεγαλώνει. Κάθε περιστατικό που μας εξοργίζει αποτελεί ένα επιπλέον φύσημα που το κάνει να φουσκώνει. Φουσκώνει, φουσκώνει και κάθε φορά λες «έχει ακόμα χώρο, ας φυσήξω λίγο παραπάνω». Ώσπου κάποια στιγμή σκάει κι ο κρότος που δημιουργείται τρομάζει ακόμα και σένα που νόμιζες ότι ήλεγχες τον αέρα μέσα του.

Το να θυμώνουμε είναι εύκολο. Το να θυμώσουμε, όμως, με το σωστό άνθρωπο, στο σωστό βαθμό, για το σωστό λόγο, τη σωστή στιγμή και με το σωστό τρόπο, σύμφωνα με το μεγάλο φιλόσοφο Αριστοτέλη, είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο.

Κακώς, λοιπόν, υποστηρίζουν οι περισσότεροι ότι μονάχα ο έρωτας είναι τυφλός. Στις περισσότερες περιπτώσεις κι ο θυμός δεν πάει πίσω. Τυφλωνόμαστε τόσο πολύ απ’ το ζεστό κύμα που ανεβαίνει στο κεφάλι μας και δεν υπολογίζουμε τον τόπο, το χρόνο, την αιτία ή τα πρόσωπα που παρίστανται κατά τη διάρκεια της έκρηξης. Ή μάλλον, κάποιες φορές, το υπολογίζουμε. Όταν αποφασίζουμε να βγάλουμε από μέσα μας όλα εκείνα που μας ενοχλούν, σχεδόν πάντα ακολουθούμε την εύκολη λύση: Επιλέγουμε οικεία πρόσωπα γιατί ξέρουμε εκ των προτέρων ότι όσα κι αν τους πούμε, δεν πρόκειται να μας κρατήσουν κακία. Εκμεταλλευόμαστε την ασφάλεια που μας δίνουν η επί χρόνια στενή σχέση μαζί τους κι η αποδεδειγμένη ανεκτικότητα που μας δείχνουν.

Τρομάζουμε να διεκδικήσουμε το δίκιο μας απέναντι σε άγνωστα προς εμάς άτομα ή σ’  εκείνα που φαντάζουν ισχυρά στα μάτια μας. Καταπίνουμε αμάσητες τις προσβολές του εργοδότη, από φόβο μήπως χάσουμε τη δουλειά μας. Αφήνουμε τους υποτιθέμενους «φίλους» ή τη σχέση μας να μας μειώνουν μπροστά σε τρίτους από φόβο μήπως μείνουμε μόνοι μας. Γεμίζουμε καθημερινά το μπαλόνι μας με μικρούς φόβους, οι οποίοι ενώνονται και με τον καιρό μετατρέπονται σε θυμό. Βρίσκουμε τα δικά μας εξιλαστήρια θύματα κι αδειάζουμε με ορμή το περιεχόμενό του, κάθε φορά που βλέπουμε πως γέμισε και δεν παίρνει άλλο. Σε ανυποψίαστες στιγμές και με μικρές αφορμές φορτώνουμε τις ανασφάλειές μας  σε πρόσωπα που μας προσφέρουν ανιδιοτελώς την αγάπη τους. Μας αφήνουν να ξεσπάσουμε για όσο χρειαστεί και μετά είναι εκεί να μας παρηγορήσουν, χωρίς να θυμώνουν που παίζουμε με τα νεύρα τους.

Αλήθεια, πώς γίνεται να ‘ναι τόσο ανεκτικοί; Μήπως, κατά βάθος, έχουν κι εκείνοι ένα μικρό μερίδιο ευθύνης γι’ αυτή μας τη συμπεριφορά; Εξάλλου, η ανοχή ταυτίζεται με τη συνενοχή.

Έφτασε επιτέλους η ώρα ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να διεκδικήσουμε τον εαυτό μας. Ν’ αντιληφθούμε ότι πρέπει να σταματήσουμε να συμπεριφερόμαστε σαν πεντάχρονα που μόλις δουν τα σκούρα, τρέχουν να κρυφτούν κάτω απ’ το φουστάνι της μαμάς τους, αλλά αντίθετα να στηρίξουμε τα θέλω μας, δείχνοντας την ώρα που πρέπει κι απέναντι σ’ αυτόν που πρέπει ότι διαφωνούμε μαζί του.

Και για το τέλος, να υποδείξουμε πρώτα σ’ εμάς κι έπειτα στους υπολοίπους ότι το μπαλόνι έχει όρια κι όσο πιο γρήγορα προλάβουμε να το ξεφουσκώσουμε, τόσο μικρότερο και το μπαμ της έκρηξής μας.

Συντάκτης: Mαριλένα Χρονοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη