Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το περιεχόμενο της ντουλάπας μας χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες: Στα ρούχα που επιλέγουμε για τις καθημερινές μας εξορμήσεις κι αποτελούνται, ως επί το πλείστον, από τζιν, t-shirt,  πουλόβερ και φόρμες, σ’ εκείνα που ορίζουμε ως βραδινά σύνολα, και σ’ αυτά που ο μοναδικός σκοπός τους είναι να δείχνουν την ντουλάπα μας παραγεμισμένη. Αν διαφωνείς με τα παραπάνω, αξίζεις συγχαρητήρια. Είσαι απ’ τους ελάχιστους εναπομείναντες που δεν έχουν πληγεί ακόμα απ’ τη μάστιγα του καταναλωτισμού. Αν, αντιθέτως, αναγνωρίζεις στοιχεία της δικής σου ντουλάπας, τότε μπορείς ελεύθερα να ταυτιστείς και να προβληματιστείς μαζί μας.

Η καταναλωτική μανία που σαρώνει τον δυτικό κόσμο, βασίζεται σε γερά θεμέλια. Εκμεταλλευόμενη την τεχνολογική εξάπλωση που επικρατεί, δείχνει να συμπορεύεται μαζί της, όμως στην ουσία προσπαθεί ν’ αδράξει τα πλεονεκτήματά της και να τα χρησιμοποιήσει προς όφελός της. Διαφημίσεις επί διαφημίσεων σε όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κι επικοινωνίας προσπαθούν να μας πείσουν ότι χρειαζόμαστε όλο και περισσότερα προϊόντα.

Έχεις μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια; Ιδού η νέα κρέμα με την επαναστατική σύνθεση που τους εξαφανίζει εν μία νυκτί. Μήπως τα μαλλιά σου είναι άτονα, θαμπά και με τάση να σπάνε; Χρειάζεσαι οπωσδήποτε την καινούργια σειρά περιποίησης που υπόσχεται παπάδες. Κάποιες φορές, μάλιστα, η υπερβολή φτάνει σε τέτοιο σημείο που μας δημιουργεί έμμεσα ενοχές. «Μα καλά, δεν έχεις δοκιμάσει ακόμα τις νέες γεύσεις χωρίς ζάχαρη;».

Ο διαρκής καταναλωτισμός πατάει στην ψυχοσύνθεση του σύγχρονου μέσου ατόμου, που θέλει τα πάντα χωρίς να κοπιάσει. Όσο πιο γρήγορα αποτελέσματα έχει ένα προϊόν, τόσο μεγαλύτερος ο αριθμός των υποψήφιων καταναλωτών. Αν, δε, μας το φέρουν και μπροστά στην πόρτα μας, τότε δεν τίθεται καν θέμα διαπραγμάτευσης.

Η μόδα, ο ανταγωνισμός αλλά κι η επιθυμία αυτοπροβολής συμβάλλουν στη συνεχή συσσώρευση προϊόντων, που, τις περισσότερες φορές, χρησιμοποιούμε για ένα μικρό χρονικό διάστημα κι έπειτα από λίγο, καταλήγουμε ν’ αναρωτιόμαστε «Γιατί, στο καλό, το αγόρασα εγώ αυτό;». Ρούχα που μένουν επ’ αόριστον κρεμασμένα στην ντουλάπα με τις ετικέτες κι αντικείμενα που καταχωνιάζονται βαθιά στα συρτάρια να τα τρώει το σκοτάδι, συνθέτουν σκηνικά της καθημερινότητας για τους περισσότερους από ‘μας. Άλογες αγορές που σκοπός τους ήταν να ικανοποιήσουν για λίγο την καταναλωτική μας ανάγκη, μας κάνουν να προβληματιζόμαστε για κάποιες μέρες, μόλις συνειδητοποιήσουμε τη ματαιότητά τους, χωρίς, ωστόσο, να καταφέρνουν να μας συγκρατήσουν για περισσότερο.

Και τελικά, τι πρέπει να κάνουμε; Να κλείσουμε τα μάτια και τ’ αφτιά μας και να πάμε να ζήσουμε σαν ερημίτες μακριά απ’ τον πολιτισμό; Θα μπορούσαμε, όμως η λύση –αν δε θέλουμε να ξενιτευτούμε– είναι πρακτικά πολύ πιο απλή. Ο μόνος λόγος που ο άνθρωπος διαφέρει απ’ όλα τα υπόλοιπα έμβια όντα του πλανήτη είναι επειδή μπορεί να σκέφτεται. Έχει την κριτική ικανότητα να ξεχωρίζει το καλό απ’ το κακό και το χρήσιμο απ’ το άχρηστο. Σε μια εποχή που το εύκολο κυριαρχεί παντού, ας προσπαθήσουμε από μόνοι μας να βάλουμε κάποια εμπόδια.

Έτσι, λοιπόν, την επόμενη φορά που θ’ ακούσεις για την τελειότητα ενός προϊόντος και την επιτακτική ανάγκη της δοκιμής του, θέσε στον εαυτό σου τα παρακάτω ερωτήματα: «Το έχω, όντως, ανάγκη;», «Μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτό;», «Μήπως έχω ήδη στην κατοχή μου προϊόντα που κάνουν παρόμοια δουλειά μ’ εκείνο;».

Η αυξανόμενη συσσώρευση προϊόντων, πέραν της οικονομικής, έχει κι ηθική πλευρά. Αν η λέξη «σπατάλη» δε σου λέει κάτι, τότε, ενδεχομένως, η λέξη «αυτάρκεια» να μπορεί. Πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια, η αυτάρκεια θεωρείτο αρετή κι ο αυτάρκης άνθρωπος ευτυχισμένος. Το να μπορείς να ζεις με τόσα όσα σου είναι πράγματι απαραίτητα και να χαίρεσαι γι’ αυτό, είναι πλέον μια ικανότητα που σπανίζει. Αντιθέτως, στις μέρες μας, όσο λιγότερα έχει κανείς, τόσο πιο δυστυχής φαίνεται στα μάτια μας.

Άραγε, είναι όντως αλήθεια ότι το περισσότερο είναι και το καλύτερο; Τι να πουν, τότε, εκείνοι που η έλλειψη είναι συνώνυμο της καθημερινότητάς τους, αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν το βάζουν κάτω και συνεχίζουν να ζουν αξιοπρεπώς;

 

Συντάκτης: Mαριλένα Χρονοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη