Κάποια βλέμματα επικριτικά. Άλλα λίγο υπεροπτικά. Κι άλλα με δόσεις συμπόνιας. Για τα χρόνια που περνάνε. Για τις ελπίδες που χάνεις. Ακόμα κι αν τα στόματα λένε «δεν είναι αυτοσκοπός», «τυχερά είναι αυτά», «ποτέ δεν ξέρεις», εσύ ξέρεις.

Ξέρεις ότι δεν ακούς καμπανάκια, καμπάνες και καμπαναριά. Κλάματα, γέλια κι άναρθρες φράσεις που νομίζεις ότι λένε «μαμά». Κι η μαμά σου αναρωτιέται τι έκανε λάθος όταν ήσουν παιδί και δεν έχεις κι εσύ τώρα παιδί. Γιατί δεν είσαι πια παιδί και τα χρόνια περνάνε. Και πότε θα γίνει εκείνη γιαγιά;

Δε θέλεις να την απογοητεύσεις, αλλά είπαμε. Δεν είσαι πια παιδί για να σου λέει τι να κάνεις. Για να στο πει χίλιες φορές μέχρι να το κάνεις. Μέχρι να φας το φαΐ σου. Μέχρι να πάρεις τη ζακέτα σου. Μέχρι να γίνεις σαν κι εκείνη. Αλλά θα γίνεις μάνα και θα καταλάβεις. Ή κι όχι.

Κι ας ντρέπεται λίγο κάθε φορά που λέει στις φίλες της ότι η κόρη της δεν έχει παιδί. Που στην ηλικία σου οι άλλες είχαν. Που στην ηλικία σου πολλές έχουν. Πολλές είναι κι οι δικές σου φίλες που έχουν. Φίλες από παλιά. Μετά χαθήκατε. Γιατί έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους. Με τις ζωές. Αλλάζουν. Και τώρα βρίσκεστε μια-δυο φορές τον χρόνο. Για έναν καφέ μια-δυο ωρίτσες το Σάββατο. Νωρίς πάντα. Που τα παιδιά είναι στη γιαγιά. Και για μια-δυο ωρίτσες, θυμάστε τότε που ήσασταν εσείς παιδιά.

Φαίνεται ίδια. Σαν χθες καθόσασταν αντικριστά και κοιτούσε το κινητό της ξανά και ξανά, μήπως της έστειλε μήνυμα εκείνος. Το κάνει και σήμερα. Αλλά για άλλο λόγο. Και στο background της οθόνης ποζάρει ένα μικρό ανθρωπάκι με γουρλωμένα μάτια κι ένα μπιμπερό χωμένο στο στόμα. Για να κάτσει ήσυχο, για να το βγάλουν φωτογραφία. Για να μπει και στο κινητό. Αλλά δείχνει χαρούμενη, κι αυτό σου φτάνει.

Εκείνη, όμως, επιμένει να σου λέει πως η καριέρα δε φτάνει για να ‘ναι μία γυναίκα χαρούμενη. Ευτυχισμένη. Ολοκληρωμένη. Λες κι η ζωή που σε περιμένει προσδιορίζεται απ’ τη στιγμή που έρχεσαι σε αυτήν, ανάλογα με το τι έχεις ανάμεσα στα πόδια σου. Λες και δεν έχεις δικαίωμα επιλογής για το τι θα κάνεις με αυτό που έχεις ανάμεσα στα πόδια σου. Αυτά της λες, κι εκείνη σου κουνάει το κεφάλι με ένα χαμόγελο που δεν εννοεί. Με ένα χαμόγελο που περιμένει να τελειώσεις για να σου πει ότι κι αυτή τα ίδια έλεγε, μέχρι που ξύπνησε το μητρικό της ένστικτο.

Κι αναρωτιέσαι αν εσύ είσαι το εξελιγμένο μοντέλο που δεν το καθορίζουν αυτά τα αρχέγονα ένστικτα. Ή αν απλά είσαι χαλασμένο μοντέλο, που κάτι του λείπει. Ελαττωματικό απ’ τη μαμά του. Γιατί το δικό σου ένστικτο σου λέει «τρέχα». Κι αυτό κάνεις χρόνια τώρα. Γιατί πουθενά δεν ένιωσες «σπίτι» σου για να ανοίξεις και σπιτικό.

Μέχρι που είναι Τρίτη πρωί. Ξυπνάς πάνω σε ένα χέρι που αρχίζεις να αναγνωρίζεις ως μαξιλάρι σου. Γιατί δεν έφυγε από εκεί όλο το βράδυ που κοιμόσουν πάνω του. Ούτε χθες. Κι αρχίζεις να σκέφτεσαι ότι ίσως να μείνει κι απόψε. Ίσως να μείνει για πάντα.

Είναι Τρίτη πρωί. Και μοιάζει με Κυριακή. Δε βιάζεσαι να σηκωθείς. Δε θέλεις να τρέξεις στη δουλειά σου, στο γυμναστήριό σου, στη ζωή που έχεις φτιάξει. Δεν έχεις να πας πουθενά. Μένεις λίγο ακόμα στο μαξιλάρι σου που μυρίζει «σπίτι». Και πάνω του ονειρεύεσαι αλλιώς. Κι αυτό κάνεις. Ονειρεύεσαι πως είναι Κυριακή πρωί. Είσαι στην κουζίνα και φτιάχνεις καφέ. Και πρωινό. Για δύο.

Αλλά δεν είστε δύο. Είστε τρεις. Εσύ, εκείνος και το πιο ιδιαίτερο πλάσμα στον κόσμο. Επειδή έχει το χαμόγελό του και τα μάτια σου. Επειδή έχει αυτή τη γραμμούλα στο πιγούνι. Αυτή που έχει κι εκείνος. Επειδή έχει τη μισή καρδιά σου και τη μισή δική του.

Δεν άκουσες καμπανάκια. Άκουσες την αγάπη. Γιατί αυτή είναι η μόνη απάντηση στο πότε και γιατί να γίνω μάνα.

 

Συντάκτης: Γιάννα Κατ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη