Υπήρχε κάποτε ένας ελέφαντας που ήταν πολύ υπερήφανος για τον ήχο που έβγαζε με την προβοσκίδα του. Η έκπληξή του ήταν μεγάλη, λοιπόν, όταν μια μέρα άκουσε ένα λιοντάρι να μιμείται το σάλπισμά του και να καμώνεται, μάλιστα, πως ήταν και δικό του δημιούργημα ο θόρυβος αυτός.

Ο ελέφαντας, τότε, άρχισε να παραπονιέται και να λέει σ’ όποιον έβρισκε στο διάβα του πως το λιοντάρι αντέγραψε τον ήχο του, μα κανένας, ωστόσο, δε φαινόταν να τον παίρνει στα σοβαρά. Ένας, μάλιστα, δε δίστασε να δείξει κι ολοκάθαρα την περιφρόνησή του:

«Τι ανάγκη έχει το λιοντάρι, ολάκερος βασιλιάς της ζούγκλας, να αντιγράψει το δικό σου σάλπισμα, που ένα κοφτερό του βλέμμα είναι αρκετό για να τους κάνει όλους να σταθούν σούζα μπροστά του;» του είπε, λοιπόν, μ’ αποστροφή. «Για μπας και πιστεύεις πως ο ήχος σου είναι τίποτα το σπουδαίο, για να θέλουν όλοι να τον μιμηθούν;»

Κι ενώ, λοιπόν, ο ελέφαντάς μας μπορεί να είχε δίκιο και πραγματικά το λιοντάρι να αντέγραψε τον ήχο του και να τον παρουσίασε ως δικό του, ωστόσο ζημίωσε απλώς τον εαυτό του, όταν θέλησε να εξωτερικεύσει το παράπονό του και να μιλήσει για εκείνο που άκουσε με τα ίδια του τ’ αφτιά.

Σαν αυτόν τον αδικημένο ελέφαντα θα την πάθουμε κι εμείς και θα ζημιώσουμε απλώς τον εαυτό μας, λοιπόν, αν καμιά φορά θεωρήσουμε πως κάποιος μας αντιγράφει και το πούμε, έστω κι αν θα έχουμε κάποιο δίκιο.

Καταρχάς, όταν θεωρούμε πως κάποιος μας αντιγράφει και το λέμε, τότε θα πουν και σ’ εμάς, όπως είπαν και στον ελέφαντά μας, «Μπας κι είσαι κανένας σπουδαίος για να θεωρείς πως αξίζει να σ’ αντιγράψει κανείς;» και θα θεωρήσουν πως υπερεκτιμούμε τις ικανότητές μας και πως πιστεύουμε πως ο καθένας θα έπρεπε να τις εποφθαλμιά. Κι έτσι, λοιπόν, εξωτερικεύοντας το παράπονό μας, απλώς θα δείξουμε πως έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας και πως τόσο πολύ πιστεύουμε στη μοναδικότητά μας, που νομίζουμε πως όλοι θέλουν να γίνουν σαν κι εμάς.

Αν ισχυριστούμε ότι κάποιος μας αντιγράφει, τότε ο άλλος θα πιστέψει πως εμείς βλέπουμε ανταγωνιστικά εκείνον που κατηγορήσαμε. Πίσω απ’ τη μομφή μας, λοιπόν, θα διακρίνει απλά την αγωνία και τον φόβο, μην τυχόν και κάποιος άλλος γίνει καλύτερός μας. Κι όχι μόνο δε θα πιστέψει πως μπορεί πραγματικά να μας αντέγραψε, μα στο τέλος θα βγούμε και φταίχτες, καθώς εύλογα θ’ αναρωτηθεί: «Αυτός λες ότι σ’ αντέγραψε, μα εσύ είσαι εκείνος που ασχολείσαι, τελικά, μαζί του».

Λέγοντας, όμως, πως κάποιος μας μιμείται, είσαι σαν να πιστεύουμε πως δεν πρέπει να το κάνει κι, άρα, είναι σαν να θέλουμε να στερήσουμε το δικαίωμα του καθενός να πράττει ό,τι επιθυμεί. Κατηγορώντας, λοιπόν, κάποιον πως μας αντιγράφει, δείχνουμε πως θέλουμε να επιβάλλουμε στον άλλο τι δικαιούται να κάνει και τι όχι. Κι έτσι, ίσως να κάνουμε και τους άλλους να προσέχουν πώς θα φέρονται από εδώ και πέρα, μπας και κατηγορήσουμε ύστερα κι αυτούς για μιμητισμό.

Τέλος, στην καλύτερη περίπτωση, θα έλεγαν στον ελέφαντά μας πως όχι μόνο δε θα ‘πρεπε να εξαγριωθεί, μα πως όφειλε κιόλας να κολακευτεί, που κοτζάμ λιοντάρι θέλησε ν’ αντιγράψει τον ήχο του. Δηλαδή, θα τον βάλουν στο τέλος να πει κι «ευχαριστώ» στο λιοντάρι, που (έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο) έδειξε πως θαυμάζει το σάλπισμά του.

Κι έτσι, λοιπόν, ο ελέφαντάς μας δεν έπρεπε να μιλήσει ποτέ και δεν έπρεπε να πει πως το λιοντάρι τον αντέγραψε. Έτσι κι αλλιώς, κανένας δε θα καταλάβαινε το παράπονο που είχε μέσα στην καρδιά του και κανένας δε θα μπορούσε να ξέρει πόσο κόπιασε για να εξελίξει αυτόν τον ήχο που έβγαζε, για να ‘ρθει μια μέρα ένα λιοντάρι να τον πάρει έτοιμο και να τον παρουσιάσει σαν δικό του εύρημα.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη