Έχουμε μια μπάλα ποδοσφαίρου και προκειμένου να την αξιοποιήσουμε, θα πρέπει να την κλοτσήσουμε. Για να μη χάσουμε την μπάλα μας, λοιπόν, επιλέγουμε να την κλοτσήσουμε πάνω σ’ έναν ανήφορο, έτσι ώστε να είμαστε σίγουροι πως η μπάλα θα κυλήσει απ’ τον ανήφορο και θα επιστρέψει και πάλι κοντά μας.

Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να λειτουργούμε και στη σχέση μας, αν υποθέσουμε πως η μπάλα μας είναι ο σύντροφός μας: Επιλέγουμε να τον αφήνουμε να κινείται σε οριοθετημένο χώρο, με τα δεδομένα της κίνησής του υπέρ μας, για να είμαστε βέβαιοι πως δε θα απομακρύνεται από εμάς. Έτσι, δεν τον αφήνουμε να χαθεί, ή ακόμη και να μπλεχτεί στα πόδια κάποιου άλλου.

Οι ανηφόρες στη σχέση συμβολίζουν τις συνθήκες που δημιουργούμε, προκειμένου να εξασφαλίζουμε τη βεβαιότητα πως ο σύντροφός μας δε θα μπορεί να πάρει μεγάλη απόσταση από εμάς. Αποτελούνται, δηλαδή, απ’ όσα τον καταδικάζουν να επιστρέφει πάντα κοντά μας.

Τα επιτηδευμένα υπονοούμενα πως μακριά απ’ το σύντροφό μας θα τελειώσει η ζωή μας, λόγου χάρη, ή η τάση μας να του υπενθυμίζουμε το βάθος της αγάπης μας όταν τον βλέπουμε λίγο απομακρυσμένο, για να τον προλάβουμε, έτσι, απ’ το να μας ανοιχτεί και να μας πει, ενδεχομένως, πως θα θέλει ν’ αποστασιοποιηθεί για λίγο καιρό απ’ τη σχέση μας, είναι μερικά παραδείγματα που ανυψώνουν τις ανηφόρες.

Η αλήθεια, όμως, είναι πως αν αφήνουμε το σύντροφό μας να δρα σ’ ένα ανοιχτό έδαφος κι αν του επιτρέπουμε, δηλαδή, να διατηρεί ανοιχτή την επιλογή να χαθεί και να φύγει απ’ τη σχέση μας ή να πιαστεί ακόμη και στα πόδια κάποιου άλλου, τότε ίσως και να μειώνουμε τις πιθανότητες να συμβούν όλα αυτά.

Με το να παίζουμε σ’ επίπεδο έδαφος και ν’ αφήνουμε το σύντροφό μας ελεύθερο να φύγει ανά πάσα στιγμή το επιθυμήσει, τον αποδεσμεύουμε απ’ την καταπίεση να πιστεύει ότι είναι δεμένος χωρίς επιστροφή με τη σχέση μας. Μπορεί να τρομάξει αν μπει στη διαδικασία να καταμετρήσει τον καιρό που αναγκαστικά θα πρέπει να περάσει μαζί μας, ενώ, ζώντας ελεύθερα μέσα στη σχέση, ο χρόνος θα περνά ανεπαίσθητα για εκείνον και δε θα εξωθείται σε σκέψεις που θα τον δυσανασχετούν με τη σχέση μας.

Αφήνοντας στο σύντροφό μας ανοιχτή την επιλογή να φύγει απ’ τη σχέση κι αν, στη χειρότερη περίπτωση, φύγει και μπλεχτεί στα πόδια κάποιου άλλου, τότε αν επιστρέψει μετά ξανά κοντά σ’ εμάς θα σημαίνει πως έχει διαπιστώσει πως εμείς κλοτσάμε την μπάλα καλύτερα απ’ όλους τους άλλους. Το ν’ αντιληφθεί, επομένως, πως δεν μπορεί να είναι πουθενά αλλού εκτός από δίπλα μας, θα εξαφανίσει απ’ το μυαλό του την περιέργεια για το πώς θα ήταν σε μια άλλη σχέση και θ’ αποτελούμε πια συνειδητή επιλογή για εκείνον.

Αν κλοτσήσουμε την μπάλα μας και τη χάσουμε για λίγο καιρό κι αν, δηλαδή, χωρίσουμε για λίγο με το σύντροφό μας, τότε θα καταλάβουμε ο ένας τη σημαντικότητα του άλλου μέσα απ’ την απουσία του. Αν απομακρυνθεί απ’ όσα τον ενοχλούσαν πάνω μας, μπορεί απ’ τη μια να ηρεμήσει και να μη θέλει να σχετιστεί ξανά μ’ αυτά, μα απ’ την άλλη πολύ πιθανόν να τα υποτιμήσει τελικά και να θεωρήσει πως δεν ήταν και τόσο σοβαρά. Έτσι, θα καταλάβει πως τα προβλήματά μας ήταν ανάξια προσοχής και θα επιστρέψει κοντά μας επικεντρωμένος πια μόνο στα καλά και τα σοβαρά.

Τέλος, με το να παίζουμε σ’ επίπεδο έδαφος και ν’ αφήνουμε το σύντροφό μας να πιστεύει πως μπορεί να φύγει απ’ τη σχέση αν το θελήσει, αναπόφευκτα θ’ ανυψωθούμε μπροστά του ως άνθρωποι. Θα πιστεύει πως είμαστε αποδεσμευμένοι από συμπλέγματα και φοβίες κι έτσι θα μειώνουμε τους λόγους που μπορεί να βρει για να μη θέλει να είναι στη σχέση μας.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως δεν παίζουμε έξυπνα με το να κλοτσάμε την μπάλα μόνο σ’ ανηφόρες: Έτσι, μπορεί να εξασφαλίζουμε πως η μπάλα θα επιστρέφει για πάντα κοντά μας, μα αναγκάζοντάς την να το κάνει, δε θα νιώθουμε ποτέ πραγματικά πως αξίζουμε την επιστροφή της.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη