Το κοινό διάστημα ήταν μεγάλο, η σχέση εξελίχθηκε σχεδόν ιδανικά, οι στιγμές που ανταλλάξατε υπέροχες μόνο που φαντάζει πια αδύνατον να επαναληφθούν, γιατί πλέον δεν είστε μαζί. Δεν ξυπνάτε αγκαλιά, δε μιλάτε μέχρι τα ξημερώματα με μηνύματα, δε στέλνετε τα πρωινά την καθιερωμένη καλημέρα, δεν τελειώνει κάθε λίγο και λιγάκι η κάρτα σας και μείνανε πια μόνο οι φίλοι για να συζητάτε όσα θα θέλατε να μπορούσατε να κουβεντιάσετε παρέα.

Δεν είστε μαζί γιατί κι οι δύο καταλήξατε στο συμπέρασμα πως η σχέση σας μάλλον έκανε τον δικό της κύκλο. Αυτός έκλεισε κι εσείς χωρίσατε. Μέχρι, όμως, ο κύκλος να ολοκληρωθεί, τα συναισθήματα που δημιούργησε, πέρα απ’ το γεγονός πως ήταν αμοιβαία, ήταν και πάρα πολύ έντονα, με αποτέλεσμα το αντίο και το οριστικό τέλος να μην είναι τόσο απλά όσα νομίζατε.

Περίεργα, λοιπόν, τα πράγματα. Είναι φανερό πως αυτή τη στιγμή μια ενδεχόμενη δέσμευση δε θα βοηθήσει, αλλά ταυτόχρονα όσα δημιούργησε αυτή πρωτύτερα δεν είναι απλό να εγκαταλειφθούν και μοιραία να ξεχαστούν. Μονόδρομος φαίνεται πως είναι η δική σας κατάληξη. Ποια είναι αυτή; Δεν αναφερόμαστε σε τίποτα παραπάνω από δύο ανθρώπους που έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον αλλά σε μικρές δόσεις και για περιορισμένο χρονικό διάστημα -για να μη δημιουργηθεί –τάχα– και πάλι εξάρτηση.

Μία ώρα, λοιπόν, στο μέρος που πάντα βρίσκονταν, στα σκοτεινά για να μη μαθευτεί, κρυφά από όλους, γιατί δεν είναι σωστό (και για να μη χρειαστεί να δώσουν εξηγήσεις) και για λίγο για να μη νιώθουν ενοχές. Δύο σώματα ενώνονται κι έρχονται πιο κοντά ξανά, δίχως ουσιαστική συνέχεια ή άλλη προσδοκία. Περνούν ευχάριστα μαζί και χάνονται, μέχρι να προκύψει η επιθυμία να ξανασυναντηθούν.

Σε αυτήν την περίπτωση κανένας δεν μπορεί να περιορίσει κανέναν. Ελεύθεροι θεωρούνται κι οι δύο αλλά με περιοριστικούς όρους. Φοβούνται τη δέσμευση και την επανάληψη της αποτυχίας της, απομακρύνονται από αυτήν, αρκούνται στη σεξουαλική επαφή και διατηρούν τη φλόγα που τους συνδέει αναμμένη.

Το ρίσκο που λαμβάνουν, συνεχίζοντας την κατάσταση που περιγράφεται, είναι μεγάλο, καθώς αν ο ένας απ’ τους δύο αποφασίσει πως καλό είναι να τελειώσουν όλα, ο άλλος δεν είναι δεδομένο πως θα συμφωνήσει. Η συχνή επαφή που υπάρχει δεν είναι αμελητέα και δε διαγράφεται εύκολα και σίγουρα δεν τους αφήνει να ξεπεράσουν το μεταξύ τους. Βασικά, μπορεί να τους κάνει να ξανακολλήσουν, να νοιάζονται, να θέλουν κι άλλο. Πώς, όμως, είναι δυνατόν να επιζητάς κάτι που ο ίδιος αποφάσισες ότι δε θες και δε σου κάνει πια;

Είναι περίεργο και μάλλον δεν αποτελεί την καλύτερη διέξοδο για δύο ανθρώπους που έχουν περάσει πολλά μαζί. Δε φαίνεται να τιμά δύο ανθρώπους που έχτισαν με σεβασμό μια σχέση, συζήτησαν και μοιράστηκαν πράγματα, δημιούργησαν συναισθήματα και χώρισαν πολιτισμένα. Δύο ανθρώπους που ήθελαν, αλλά δεν μπορούσαν. Δεν είναι λογικό, λοιπόν, έπειτα από τόσο έντονες καταστάσεις, η κατάληξη της υπόθεσης να θυμίζει είτε δύο αδιάφορους εραστές είτε δύο ανώριμα άτομα, που ψάχνονται και γυρίζουν από εδώ κι από εκεί για να συλλέξουν εμπειρίες και να αρκεστούν σε αυτές.

Δεν είναι παιχνίδι, ούτε μοιάζει με τέτοιο ο χωρισμός. Έρχεται μοιραία, πονάει και τους δύο, αλλά τον έναν περισσότερο, δεν είναι απαραίτητα οριστικός, αλλά πάντα έχει κάτι να σου δείξει.  Δεν κερδίζεις, δε χάνεις. Συμβιβάζεσαι και προχωράς.

Σε διαφορετική περίπτωση, πέφτεις σε λάθη κι υποκύπτεις σε πειρασμούς που ανούσια κι ανώφελα σπαταλούν το χρόνο σου. Ασχολείσαι με κάτι που έγινε και δε δείχνει πως θα επιστρέψει, απλώς γιατί δεν μπορείς να αποδεχθείς τη φυγή του. Προτιμάς να συναντιέστε για λίγο και να καταστρέφεις δειλά-δειλά εσένα με γενναίες αλλά θανατηφόρες δόσεις, παρά να τα βρεις με εσένα και να προχωρήσεις παρακάτω.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Μανάκος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη