Ένας σκύλος λέει στη σκύλα τη μαμά του πως σήμερα θα της γνωρίσει την αγαπητικιά του. «Γαβ», υποδέχεται, λοιπόν, ευπροσήγορα η σκύλα η μάνα την αγαπητικιά. «Νιάου», αποκρίνεται εκείνη. Η δόλια η μάνα σαστίζει, «Μπας και δεν άκουσα καλά;», σκέφτεται. «Γαβ», ξαναλέει, λοιπόν, για να σιγουρευτεί. «Νιάου», όμως, απαντά πάλι η αγαπητικιά κι η σκύλα η μάνα τα χάνει, λυσσάει απ’ το κακό της, γίνεται ακόμη πιο σκύλα απ’ ό,τι ήδη την έκανε η φύση.

«Τι είπε;» ρωτά αυστηρά τον γιο της. «Χαίρεται πολύ που σε γνωρίζει, μάνα. Είναι γάτα, δε μιλάει τη γλώσσα μας.» Κι η σκύλα η μάνα, λοιπόν, που πρόλαβε να γίνει και τρεις φορές ακόμη πιο σκύλα για το χατίρι του παιδιού της, βγάζει ένα μαχαίρι απ’ τον κόρφο της, το φέρνει πέρα-δώθε αναποφάσιστα και δεν ξέρει πού να το απιθώσει: στα σπλάχνα τα δικά της ή στα σπλάχνα της αλλόγλωσσης αγαπητικιάς;

Φυσικά, δε θα αφήσουμε τη σκύλα να εγκληματήσει στο άρθρο μας, παρά θα προσπαθήσουμε απλώς να καταλάβουμε τον καημό της δύσμοιρης της μάνας που μπορεί να γίνει κι εκείνη σκύλα, όταν το αμόρε του παιδιού της μιλά άλλη γλώσσα και θα ‘μαστε όσο πονετικοί χρειάζεται μαζί της, γιατί μάνα είναι αυτή κι έχει τα δίκια της.

Καταρχάς, τι άλλο θέλει η άμοιρη η μάνα απ’ το να δει κι αυτή εγγόνια; Πώς θα συνεννοείται, λοιπόν, μαζί τους, αν της βγουν κι εκείνα αλλόγλωσσα; Άδικο θα ‘χει, τότε, να σκεφτεί, με βαθύτατο πόνο στην καρδιά, πως όλ’ αυτά είναι ένα οργανωμένο σχέδιο εναντίον της, προκειμένου να της κόψουμε κάθε δεσμό με τα εγγόνια της κι ας μην τα είδε ακόμη καλά-καλά; Πώς να μην πονέσει, λοιπόν και να μη δυσαρεστηθεί που όλα δείχνουν πως τα όνειρά της θα πάνε στράφι και πως τα εγγόνια της, ίσως και να μην την λογιάζουν καν για γιαγιά; Μήπως πολλά θέλει η μάνα για να πέσει σε απόγνωση;

Κι είναι και τ’ άλλο: Μπας κι οι μανάδες μας μάς μεγάλωσαν για να καμωνόμαστε τους μεταφραστές; Μετάφραζε από ‘δώ, εξήγα από ‘κεί, πόσο ν’ αντέξει η μάνα να βλέπει ασταμάτητο τον ιδρώτα να στάζει απ’ το μέτωπό μας και να μη σαστίζει; Να μη λυπάται για εμάς; Πώς να μην ξετινάξει και το μαντίλι, να μη σκουπίσει μ’ αυτό το πρόσωπό μας, να μη μας πει πονετικά «Φτάνει, παιδί μου» και να μην προσπαθήσει να συνεννοηθεί, όπως- όπως, με το ταίρι μας, για να μην ταλαιπωρούμαστε άλλο; Για να μη βασανιζόμαστε, εξαιτίας της, άλλο;

Τέλος, όταν το αμόρε μας μιλάει άλλη γλώσσα, τότε στερούμε απ’ την ταλαίπωρή μας τη μανούλα και τη δυνατότητα της κατ’ ιδίαν ανάκρισης. Κι, αφού υποσχεθήκαμε απ’ την αρχή πως θα ‘μαστε με το μέρος της, λέγοντας «ανάκριση» δεν εννοούμε και καμία κανονική ανάκριση, παρά μιλάμε γι’ αυτό το αχόρταγο, μα πέρα για πέρα κατανοητό, εννοείται, ενδιαφέρον της, να μάθει και ποιος είναι και ποιανού είναι και πού δουλεύει και πόσα βγάζει και πόσα ξοδεύει και το ένα και το άλλο και το παράλλο, από ανησυχία μην ξεπέσει το σπλάχνο της.

Για όλα αυτά, λοιπόν, ας μην κατηγορούμε τις μανάδες όταν τυχαίνει και βγαίνει η σκύλα από μέσα τους, μα ας είμαστε απλώς προετοιμασμένοι, αν βγάλουν κι εκείνες μαχαίρι, να τους το πάρουμε διακριτικά απ’ το χέρι και να το πάμε κάπου μακριά απ’ αυτές.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη