Μια μηλιά έριξε ένα μήλο της πάνω στο κεφάλι κάποιου. Εκείνος δεν έδειξε κάποια δυσαρέσκεια κι έφυγε δίχως να της πει τίποτα. Μιαν άλλη μέρα, η μηλιά άφησε ένα ακόμη μήλο της να πέσει πάνω σ’ έναν άλλον. Ούτε αυτός δεν απηύθυνε τον λόγο στη μηλιά και δε φάνηκε να θυμώνει μαζί της. Η μηλιά, όμως, έριξε κι ένα τρίτο μήλο της σε κάποιον περαστικό.

Εκείνος, τότε, γύρισε, την κοίταξε κι άρχισε να της λέει: «Να προσέχεις πού ρίχνεις τα μήλα σου και ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να τα πετάς πάνω στα κεφάλια του κόσμου και τρελός είμαι εγώ που κάθισα στον ίσκιο σου».

Κι ενώ θα περίμενε κανείς πως τη μηλιά θα τη δυσαρεστούσε η επίθεση που δέχτηκε, εκείνη, αντιθέτως, έδειξε πως το ευχαριστήθηκε και πως από καιρό, μάλιστα, το αναζητούσε. «Επιτέλους. Να κι ένα πλάσμα που με πρόσεξε» ψιθύρισε, λοιπόν, και ξεκίνησε κι αυτή να λέει όσα έβραζαν από καιρό μέσα της. «Ποιος θα μου πει πού και πώς θα ρίχνω τα μήλα μου και γιατί θα πρέπει να προσέχω πάντα μπας κι έχει κανέναν από κάτω, και τι καταπίεση είναι αυτή που βιώνω και να μ’ αφήσετε όλοι ήσυχη».

Ακριβώς σαν αυτή τη μηλιά, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς πολλές φορές κι έχουμε την ανάγκη να μας θυμώσει κάποιος, κι όταν αυτό γίνεται, τελικά, όχι μόνο δεν είμαστε δυσαρεστημένοι, μα ανακουφιζόμαστε κιόλας που μας μαλώνουν.

Καταρχάς, όταν μας θυμώνει κάποιος, τότε μας δίνει την ευκαιρία να πούμε όλα όσα έβραζαν από καιρό μέσα μας. Όπως η μηλιά, λοιπόν, είπε το παράπονό της μόλις κάποιος της έκανε την παρατήρηση, έτσι κι εμείς πολλές φορές αναζητούμε από κάποιον να μας επιτεθεί, προκειμένου να εξωτερικεύσουμε όσα μας ενοχλούν. Μπορεί, μάλιστα, να περιμέναμε πώς και πώς να δεχθούμε έστω και την παραμικρότερη μομφή για να ξεσπάσουμε και μόλις έρχεται η κατηγορία εναντίον μας, μπορούμε επιτέλους να πούμε όσα δουλεύαμε από καιρό στο μυαλό μας.

Όταν μας μαλώνουν, μας δείχνουν πως μας παίρνουν στα σοβαρά κι έτσι χαιρόμαστε, κατά βάθος, που βρέθηκε κάποιος –επιτέλους– να μας προσέξει. Όταν, επομένως, μπαίνουν στη διαδικασία να ασχοληθούν μαζί μας και να μας επισημάνουν ένα λάθος μας μάς φαίνεται πως νοιάζονται πραγματικά για εμάς. Κι όταν, δε, φτάσουν στο σημείο να θυμώσουν κιόλας μαζί μας, τότε, πια, είναι σαν να μας δείχνουν όλο το μέγεθος του ενδιαφέροντός τους, καθώς θα σκεφτούμε πως «για να φτάσουν κι οι ίδιοι να εξαγριωθούν, πάει να πει πως πραγματικά μας λογαριάζουν».

Τέλος, μπορεί η μηλιά να ένιωθε κι η ίδια πως δεν έκανε καλά που έριχνε τα μήλα της πάνω στα κεφάλια του κόσμου. Μα, κι αν ήθελε να ζητήσει συγγνώμη, να μην μπορούσε από μόνη της να το κάνει. Κι έτσι, μαλώνοντάς την, της έδωσαν την ευκαιρία, μεταξύ άλλων, να παραδεχθεί και το λάθος της και να απολογηθεί γι’ αυτό, αν το ήθελε. Έτσι κι εμάς, λοιπόν, όταν μας θυμώνουν για κάτι, μας δίνουν τη δυνατότητα να ζητήσουμε συγγνώμη για ένα λάθος μας, που ενδεχομένως να μην μπορούσαμε να ομολογήσουμε από μόνοι μας, αν δε μας απηύθυναν την κατηγορία.

Η μηλιά, λοιπόν, αναζητούσε πώς και πώς ένα πλάσμα να τη μαλώσει, κι όταν βρέθηκε, επιτέλους, κάποιος να το κάνει, εκείνη είπε όσα ήθελε να πει κι από τότε πέρασε πολύς καιρός, ώσπου να ρίξει ξανά ένα μήλο της σε κάποιον.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη