«Το Σαββατόβραδο τους βρήκε να ετοιμάζονται μπροστά στον καθρέφτη τους. Γεμάτοι ενέργεια και σκέρτσο περίμεναν πώς και πώς τη στιγμή που θα συναντιόταν όλη η παρέα για να κάνουν αυτό που όλοι τους αγαπούν τρελά, να χορέψουν! Εκεί, στα αγαπημένα τους στέκια, αρχικά σε μια μπουάτ για ακούσματα που ταξιδεύουν τον νου κι έπειτα στην αγαπημένη τους πίστα με την αστραφτερή ντισκομπάλα να τους μεθά. Κι όταν η ενέργεια κοπάσει και τα σώματα ζεσταθούν, ο καθένας τους ελπίζει πως θα απαντήσει ή θα ακούσει το «ναι» στην προφορά της ερώτησης “Θέλεις να χορέψουμε αυτό το μπλουζ;”.»

Σου φαντάζει κομμάτι από μυθιστόρημα ή από κάποια νουβέλα μα είναι μια υπέροχη πραγματικότητα που ευτυχώς πολλοί από εμάς προλάβαμε να ζήσουμε, όταν όλα αυτά ήταν στο απόγειό τους. Αναδρομή και νοσταλγία για μια εποχή που η έξοδος για διασκέδαση σήμαινε τόσα πολλά! Ενέργεια και βλέμματα. Αγγίγματα και χαμόγελα. Συναισθήματα και πόθοι όλα πάνω σε μια πίστα χορού.

Η διασκέδαση δεν εστίαζε στο τι θα φορέσεις κι αν τα ρούχα σου ήταν μαρκέ και μες στις τελευταίες τάσεις. Δεν είχε να κάνει με το πόσο εντυπωσιακή εμφάνιση θα έχεις, πόσο προσεγμένο θα ‘ναι το μαλλί και πόσο χρόνο και χρήμα θα ξοδέψεις προσδοκώντας σε μια εντυπωσιακή σέλφι ως αποτύπωμα της βραδινής εξόδου. Δεν έβλεπες παρέες των δύο μέχρι το πολύ τεσσάρων ατόμων μα παρέες μεγάλες, να χάνεσαι και να αναρωτιέσαι στο τέλος της βραδιάς αν είστε όλοι εκεί. Δε σε ένοιαζε το με ποιον τρόπο θα ακουμπήσεις στο μπαρ κι αν δείχνεις το καλό σου προφίλ στο πιθανό φλερτ απ’ την απέναντι γωνία ή τον φωτογράφο του μαγαζιού που απαθανατίζει τάχα αυθόρμητες στιγμές.

Ήχοι από jukebox και πρώτα ποτά ζέσταιναν το αίμα και το σώμα πριν την έξοδο. Η αρχική συνάντηση γινόταν συνήθως σε σπίτια με ρυθμούς shake κι αστεία πειράγματα μεταξύ φίλων -κι όταν λέμε φίλων εννοούμε κορίτσια κι αγόρια, μία παρέα όλοι μαζί. Όχι όπως πλέον συνηθίζουμε να βλέπουμε ξεχωριστές παρατάξεις που ελπίζουν πως στο τέλος της βραδιάς θα γίνουν ίσως μία.

Μπουάτ με ιδιοκτήτες μποέμ ανθρώπους, ψημένους στη ζωή, που είχαν φιλοσοφήσει το νόημά της τόσο ώστε να σου προσφέρουν μέσα σε μια βραδιά ακούσματα που είχαν κάτι απ’ αυτά που ονειρεύεσαι. Μπλουζ κομμάτια φτιαγμένα από «μπλε νότες» που σε κάνουν να αφήνεσαι και να χάνεσαι στον ρυθμό τους με έναν μαγικό τρόπο. Να νιώθεις τη νιρβάνα της μελωδίας και του κεφιού κι όχι αυτήν του αλκοόλ και του καπνού. Για να καταλήξεις στο άλλο αγαπημένο σου στέκι, στον ναό του χορού και της χαράς, στην αξεπέραστη ντίσκο.

Όλα φωτεινά και γυαλιστερά, όσο κι η διάθεση για πραγματική διασκέδαση. Ο DJ να δίνει τον ρυθμό κι η μπάλα να ζαλίζει και να μαγεύει. Χοροί δίχως κόμπλεξ με κινήσεις που πρώτα τις ένιωθες κι έπειτα τις όριζες. Χωρίς να σε νοιάζει αν θα σε κοιτάζουν για να επιβεβαιωθείς, ταΐζοντας έτσι την εύθραυστη αυτοπεποίθησή σου. Κι όταν το σώμα πια αποζητούσε μια παύση, ένα διάλειμμα, τότε τον λόγο είχε και πάλι η μουσική με τα υπέροχα μπλουζ και slow κομμάτια.

Ήταν η στιγμή της βραδιάς που όλοι περίμεναν. Έβλεπες βλέμματα να διασταυρώνονται σαν μικρές συμφωνίες που έκλειναν και σφραγίζονταν πριν καν ειπωθούν οι όροι τους. Κι έπειτα ερχόταν η πολυπόθητη ερώτηση, το ρομαντικό πρώτα κι έπειτα ερωτικό κάλεσμα σε χορό στην πίστα. Αμήχανα χαμόγελα και κινήσεις με απόσταση στην αρχή. Οι σκέψεις επίσης χορεύανε στο μυαλό. «Τον έχω κρατήσει σωστά;», «Μήπως την ακουμπάω πολύ;».

Ο ρυθμός όριζε τα βήματα κι ο χτύπος της καρδιάς τη γλώσσα του σώματος. Όλα χαλάρωναν μέσα από ένα βλέμμα ή ένα χαμόγελο. Φυσικά υπήρχαν κι οι λέξεις που συνόδευαν κομπλιμέντα, μα τις περισσότερες φορές ίσχυε η σοφή ρήση «τα πολλά λόγια είναι περιττά». Δάχτυλα που μπλέκονταν και σώματα που ερχόταν όλο και πιο κοντά νιώθοντας την καρδιά να χτυπά πιο δυνατά κι απ’ τα ντραμς των slow κομματιών. Ακολουθώντας τον ρυθμό έπιανε πού και πού το μάτι σου τα βλέμματα της παρέας σου, έτοιμα να σε πειράξουν και να σε κάνουν να κοκκινίσεις μα αυτό σε δεύτερο χρόνο, τώρα ζεις τη στιγμή.

Η ειρωνεία ήταν πάντα το πόσο γρήγορα μπορεί, τελικά, να τελειώσει ένα αργό χορευτικό κομμάτι, όταν περνάς τόσο όμορφα. Όταν νιώθεις τόσο ξεχωριστός για κάποιον, ώστε να σε επιλέξει ανάμεσα σε άλλους και να χαρίσετε ο ένας στον άλλον έναν χορό. Θα μου πεις τώρα, εντάξει είναι απλά ένας χορός, δεν έγινε και τίποτε! Κι όμως, τότε δεν ήταν απλά ένας χορός, ήταν κινήσεις, ήταν χάδια, ήταν επικοινωνία. Ήταν επιβεβαίωση ομορφιάς, όχι μονάχα εξωτερικής αλλά κυρίως εσωτερικής. Ήταν αδρεναλίνη κι αίμα που έβραζε μα όλα αυτά με σεβασμό και ρομαντισμό. Ήταν πολύ απλά η αρχή για κάτι ακόμα πιο όμορφο.

Λένε πως οι άνθρωποι που πρόλαβαν και ζήσανε στιγμές αυτού του είδους διασκέδασης είναι άνθρωποι που ερωτεύονται στο φουλ και γελάνε με την ίδια τη ζωή. Αναπολούν τα βλέμματα και τα χάδια μιας άλλης εποχής που ποτέ δε θα ξανάρθει, απλούστατα επειδή τα «θέλω» των εποχών έχουν αλλάξει πια. Δεν είναι, όμως, κακό πού και πού να ρίχνεις κλεφτές ματιές στο παρελθόν. Εξάλλου, μην ξεχνάς, όσα κι αν αλλάξουν, ο ρομαντικός άνθρωπος είναι πάντα in!

Συντάκτης: Μαίρη Σάμου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη