Ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο βρισκόταν σ’ ένα ξεροτόπι. Όταν το είδαν εκεί μονάχο του μες στην ασκήμια και την παραμέληση, σκέφτηκαν ευθύς πως θα έπρεπε να το σώσουν. «Ας το πάμε εκεί που αρμόζει σε μιαν τέτοια ομορφιά» είπαν, λοιπόν, και το πήγαν σ’ έναν κήπο, όπου θα είχε ό,τι χρειαζόταν.

Το τριαντάφυλλο, ωστόσο, σαν μπήκε στον κήπο, άρχισε να ζητά να πάει πίσω στον ξερότοπό του και να δυσανασχετεί με το τακτικό πλέον πότισμά του και με τα οφέλη που του παρέχονταν εκεί. Κι όχι μόνο αυτό, μα απ’ το κακό του δε σταματούσε να βγάζει κάθε μέρα και καινούργια αγκάθια.

Σαν είδαν όλοι οι άλλοι αυτή του την ιδιοτροπία, του είπαν με απορία: «Τόσο αχάριστο είσαι, τριαντάφυλλο; Σε έβγαλαν απ’ την ξεραΐλα, σ’ έσωσαν απ’ τον μαρασμό και σ’ έφεραν σε κοτζάμ παράδεισο κι εσύ όλο κλαις και βγάζεις αγκάθια; Τόση αγνωμοσύνη, τόση κακία έχεις μέσα σου πια;».

«Και ποιος σας είπε ότι ήθελα να με σώσουν; Εγώ μια χαρά ήμουν στο ξεροτόπι μου κι ας μην είχαν ούτε νερό να πιω» απάντησε περήφανα, όμως, το τριαντάφυλλο και συνέχιζε να δυσανασχετεί και να μη βρίσκει τίποτα ωραίο στον παραδεισένιο, τάχα, κήπο, που χωρίς τη θέλησή του πήγαν και το έβαλαν.

Σαν αυτό το τριαντάφυλλο, λοιπόν, δε θα νιώθουμε καμιά ευγνωμοσύνη για τον σύντροφό μας, αν είμαστε μ’ αυτόν παρά τη θέλησή μας και δε θα μπορούμε να εκτιμήσουμε τα οφέλη απ’ τη συνύπαρξη μαζί του.

Καταρχάς, αν αναγκαστικά συνυπάρχουμε με κάποιον, τότε θα ‘ναι αδύνατον να δούμε τα καλά στοιχεία του, όσο κι αν υπάρχουν, καθώς στα μάτια μας θα ‘ναι πάντα εκείνος που φταίει για την κατάστασή μας και τίποτα παραπάνω. Τι κι αν πότιζαν, λοιπόν, τι κι αν φρόντιζαν το τριαντάφυλλο στον κήπο; Αφού για εκείνο όλη αυτή η φροντίδα ήταν ο λόγος που το έβγαλαν απ’ τον ξερότοπό του και που το έμπασαν εκεί. Έτσι κι ό,τι καλό θα μας προσφέρεται σε μια τέτοια σχέση, θα το βλέπουμε ως την αιτία που μας ανάγκασε να βρεθούμε σ’ εκείνην, καθώς «αν δεν ήταν τόσο εξαιρετικός ο κήπος, δε θα μας πήγαιναν ποτέ σ’ αυτόν».

Επιπλέον, αν είμαστε αναγκαστικά σε μια σχέση, τότε δε θα μπορούμε παρά ν’ απεχθανόμαστε τον σύντροφό μας, καθώς η συνύπαρξη μαζί του θα επισημάνει την αδυναμία μας. Δηλαδή, η επίγνωση πως δεν μπορούμε να φύγουμε απ’ αυτόν, ενώ εκείνο είναι που επιθυμούμε, θα μας κάνει να αισθανόμαστε χωρίς καμία ισχύ και φυσικά εκείνον θα κατηγορούμε για τη δική μας δειλία ή ανημποριά να βρούμε την έξοδο. Κάθε φορά που θα τον βλέπουμε, λοιπόν, θα θυμόμαστε μ’ αποστροφή πως πρέπει οπωσδήποτε να φύγουμε από κοντά του και θα το βρίσκουμε ποταπό, που, παρά τα λόγια μας, δεν καταφέραμε ακόμη ν’ αποδεσμευτούμε απ’ αυτόν.

Όπως, όμως, το τριαντάφυλλο είπε πως δε ζήτησε από κανέναν να το σώσει απ’ την ξεραΐλα, καθώς μια χαρά περνούσε μέσα σ’ αυτήν, έτσι κι εμείς θα ισχυριζόμαστε πως μια χαρά ήταν η πρωτύτερή μας κατάσταση, έστω κι αν δεν ήταν κι η καλύτερη. «Ήταν χίλιες φορές καλύτερη η ζωή μας πριν απ’ αυτόν, παρά τα καλά που μας προσφέρει» θα λέμε με μένος, καθώς τόσο πολύ θα την εξωραΐζουμε, που θα φαντάζει πια στα μάτια μας ιδανική. Κι όσο θα μας λένε πως είμαστε αγνώμονες και πως άλλοι θα παρακαλούσαν να ‘χουν την τύχη μας, όλο και πιότερο θα θέλουμε να τους τη χαρίσουμε και να γλυτώσουμε εμείς απ’ αυτήν.

Κι έτσι, λοιπόν, τ’ αγκάθια στο τριαντάφυλλο αυξάνονταν μέρα με τη μέρα κι η απέχθειά του για τον κήπο μεγάλωνε κι αυτή. «Καλύτερα στον ξερότοπό μου κι ας καταστρεφόμουν» ψιθύριζε κι έβλεπε, λοιπόν, την καταστροφή ως καλύτερη λύση απ’ τη χωρίς τη θέλησή του παραμονή του εκεί.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη