Ένας λύκος γυροφέρνει ένα μαντρί γεμάτο αρνιά. Φυσικά, τα αρνιά δεν του ανοίγουν για να μπει μέσα, όσες υποσχέσεις κι αν έχει επιστρατεύσει για να τα πείσει πως δε θα πειράξει κανένα απ’ αυτά.

Για να καταφέρει τον σκοπό του, λοιπόν, ακολουθεί τη γνωστή τακτική, αυτήν της παραπλάνησης. Βουτά μες στον ασβέστη, γίνεται κάτασπρος σαν ένα αρνί, καταφέρνει έτσι να ξεγελάσει τα αρνιά και μπαίνει τελικά μες στο μαντρί τους, όπου κάθεται ήσυχος σε μια γωνίτσα, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί.

Την πρώτη κιόλας νύχτα τρώει αθόρυβα ένα αρνί. Τη δεύτερη νύχτα άλλο ένα. Την τρίτη ευχαριστιέται το τρίτο του αρνί και τα αρνιά πανικόβλητα τρέχουν να βρουν από ποιον κινδυνεύουν. Ο ασβέστης, εν τω μεταξύ, που έκρυβε το σώμα του λύκου έχει αρχίσει να ξεβάφει σε πολλά σημεία και βλέποντάς τον τα αρνιά καταλαβαίνουν πως ο λύκος προσποιήθηκε το αρνί και τα ξεγέλασε.

Ύστερα απ’ την αποκάλυψη, λοιπόν, ο λύκος διώχνεται κλοτσηδόν απ’ το μαντρί τους, μα το μοχθηρό χαμόγελο που σχηματίζεται στα χείλη του, δε φανερώνει λύπη που αποκαλύφθηκε, μα απεναντίας δείχνει να απολαμβάνει το ξεσκέπασμά του κι όχι απλώς να το απολαμβάνει, μα να φτάνει να ηδονίζεται κιόλας απ’ αυτό.

Σ’ αυτό το σημείο, λοιπόν, θα δούμε γιατί ο λύκος αισθάνθηκε τόση απόλαυση όταν αποκαλύφθηκε ποιος πραγματικά ήταν και θα διαπιστώσουμε, γενικά, γιατί μερικοί άνθρωποι το απολαμβάνουν όταν συνειδητοποιούμε πως είναι «λύκοι», τελικά, ενώ τόσο καιρό μας καμώνονταν μ’ επιτυχία τα «αρνιά» για να μας ξεγελάσουν.

Καταρχάς, κάτι τέτοιοι «λύκοι» ίσως να περιμένουν απλώς και μόνο τη στιγμή που θα δουν το σάστισμά μας, όταν θα μάθουμε, τελικά, ποιοι πραγματικά είναι. Μπορεί να αδημονούν, δηλαδή, ν’ αποκαλυφθεί η απάτη τους, για να δουν την έκπληξή μας εκείνη την ώρα που θα διαπιστώνουμε πως δεν είναι τα αθώα αρνάκια που πιστεύαμε τόσο καιρό. Η απόλαυσή τους, δε, θα κορυφωθεί, όταν θα δουν στο πρόσωπό μας τις μομφές που θα ρίχνουμε στον εαυτό μας, για τα επαινετικά λόγια και τα πλεονεκτήματα που, ίσως, τους καταλογίζαμε, ενώ τους πιστεύαμε για αρνιά.

Όταν αποκαλύπτουμε κάποιον που μας εξαπάτησε, έστω κι αργά, τότε δε θα μπορεί παρά να αισθάνεται εξυπνότερος από εμάς, γιατί κατάφερε να μας ξεγελάσει και να αποσπάσει αυτό που αποσκοπούσε. Το ότι αποκαλύφθηκε, καθόλου δε θα μειώσει την πεποίθησή του για την εξυπνάδα του και θα μπορεί έτσι να καυχιέται, απροκάλυπτα πια, για την πονηράδα που έδειξε και για τον ευφάνταστο, κατά την άποψή του, τρόπο, που κατάφερε να μας παραπλανήσει. «Ακόμη κι ένα παιδί δε θα με πίστευε» θα σπεύδει να λέει με κάλπικη ταπεινότητα, για να μειώνει ακόμη πιο πολύ την κρίση μας και να εξυψώνει τη δική του.

Τέλος, όταν κάποιος προσποιείται τον καλό για να κερδίσει κάτι από εμάς κι αργοπορημένα πια αποκαλύπτουμε ποιος είναι, τότε θα μπορεί να δείχνει, ελεύθερα πια, τα δόντια του. Δεν είναι λίγο το ότι τόσο καιρό αναγκαζόταν να καμώνεται κάτι άλλο απ’ αυτό που ήταν για να κερδίσει εκείνο που ήθελε, πόσο μάλλον αν τον αηδίαζε η τόση καλοσύνη που, αναγκαστικά, θα έπρεπε να δείχνει ότι είχε, για να καταφέρει τον σκοπό του.

Μερικοί, νιώθουν αποστροφή για εκείνους τους ανθρώπους που είναι έτοιμοι να πιστέψουν μ’ όλη τους την καρδιά στο καλό και να θυσιαστούν ακόμη γι’ αυτό, και μπορούμε να φανταστούμε με πόση δυσφορία θα έμπαιναν σ’ αυτόν τον ρόλο για την ανάγκη του συμφέροντός τους.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως όσες κλοτσιές κι αν έριχναν στον λύκο που καμώθηκε το αρνί για να φάει τα πραγματικά αρνιά, δε θα μπορούσαν να τον κάνουν να μην απολαύσει τη στιγμή που ξεσκεπάστηκε η ιδιοφυής του απάτη και να μην κορδωθεί που η κτηνώδης φύση του αποκαλύφθηκε σ’ όλο της το αποκρουστικό μεγαλείο.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη