«Όταν ερωτευόταν ένιωθε ένοχη, επειδή ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Κάποτε άρχισε να υπογράφει ως Αλίκη Γ. Ηλιάδη. Μάταιος κόπος. Η μείζων εικόνα ήταν εκεί. Δε θα έπειθε ποτέ κανέναν πως μπορούσε να είναι απλώς η γυναίκα κάποιου. Έζησε μια προσωπική ζωή, χωρίς την παραμικρή προστασία, ζωή που προσπαθούσε να περιμαζέψει, να σώσει τα κομμάτια της. Δε μου θύμιζε ποτέ καμιά από τις ηρωίδες που υποδύθηκε. Αν κάποιος ρόλος μ’ έκανε να τη σκέφτομαι και να την ταυτίζω μ’ αυτόν, ήταν ο ρόλος που δεν έπαιξε: της μικρής φιλενάδας του Περόν, που τη διώχνουν κι αυτή κοιτάζει τις βαλίτσες στον διάδρομο κι αναρωτιέται: “Και πού θα πάω εγώ;” Ύστερα, ερχόταν ξανά η Αλίκη Βουγιουκλάκη και την πήγαινε όπου ήθελε.» Αυτά έγραφε για την Αλίκη η Μαλβίνα Κάραλη, το 1997, στο βιβλίο της «Γλυκό κορίτσι», τη βιογραφία της Αλίκης, γραμμένη από μια φίλη που την ήξερε καλά.

Το 1981, η Αλίκη, καταφέρνει –όχι εύκολα– να αποκτήσει τα δικαιώματα για το ανέβασμα του μιούζικαλ Εβίτα στην Ελλάδα. Αναζητά τον ηθοποιό για τον εμβληματικό ρόλο του Τσε κι ο μαέστρος της παράστασης επιμένει να δει τον τραγουδιστή του συγκροτήματος Πελόμα Μποκιού, Βλάσση Μπονάτσο. Τον είδε, της έκανε και πήρε τον ρόλο. Ήταν η πρώτη φορά σε παράσταση, που κάποιος άλλος στο θίασο πήρε περισσότερο χειροκρότημα απ’ τη Βουγιουκλάκη. Ίσως γι’ αυτό ακριβώς τον ερωτεύτηκε.

 

 

Η σχέση τους ξεκίνησε τέσσερις μήνες μετά απ’ την πρώτη γνωριμία τους. Η Αλίκη, η εθνική σταρ, η δυναμική και συχνά σκληρή επιχειρηματίας και ο ροκάς, αντισυμβατικός και χύμα Βλάσσης, έγιναν αχώριστοι για πέντε και κάτι χρόνια. Με τον Βλάσση, η Αλίκη άλλαξε συμπεριφορά, ντύσιμο, συνήθειες και κυρίως στάση ζωής. Απενοχοποιήθηκε κι έζησε για όσο ήταν μαζί, περισσότερο ως Αλίκη και λιγότερο σαν Βουγιουκλάκη. Κυκλοφορούσε με casual outfit, τζιν και δερμάτινα. Χρησιμοποιούσε τις εκφράσεις της μόδας, κυκλοφορούσε στα κλαμπ και ξενυχτούσε. Ήταν χαρούμενη κι απελευθερωμένη.

Δεν αγωνιούσε πια για την εικόνα της και τη διατήρησή της. Σε αυτό το κλίμα, φωτογραφήθηκε μα το Βλάσση για το εξώφυλλο του «Ταχυδρόμου», με τρόπο εξτρίμ για την εποχή: με εκείνον να ακουμπά το στέρνο της, χωρίς να διακρίνεται το μαγιό που φορούσε, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν υπήρχε μαγιό. Δέχεται έντονη κριτική για την επιλογή της, αλλά ουσιαστικά η φωτογράφιση αυτή γίνεται η αφορμή για να ειπωθεί αυτό που στην πραγματικότητα ενοχλεί την κοινή γνώμη: η διαφορά της ηλικίας τους. Πάλι για πρώτη φορά, η Βουγιουκλάκη απαντάει ευθέως στους επικριτές.

«Με ρωτάτε αν με ενοχλεί που είναι νεότερός μου. Αυτό το λέτε εσείς, εγώ δεν το έχω αντιληφθεί. Ούτε ο Βλάσσης με έχει αφήσει να το αντιληφθώ. Είναι τόσο ώριμος, τόσο έξυπνος κι εγώ από φυσικού μου τόσο νεαρή και συγχρόνως με όλες της εμπειρίες της ηλικίας μου που τα πάμε πολύ καλά». Αυτή ήταν η απάντησή της για το θέμα σε συνέντευξή της το 1982.

Πραγματικά η Αλίκη ήταν πάντα νεαρή. Τουλάχιστον αυτή ήταν η εικόνα που πλασαριζόταν στο κοινό της για χρόνια: η φρέσκια, δροσερή, τσαχπίνα και χαριτωμένη «μουσίτσα». Αειθαλές στερεότυπο. Στην πραγματικότητα, η Αλίκη όταν συναντήθηκε με το Βλάσση, ήταν απίστευτα ταλαιπωρημένη ψυχικά, απογοητευμένη και πληγωμένη από την τελευταία της σχέση. Ο Μπονάτσος με τα μποέμ χαρακτηριστικά του της ξανάδωσε κέφι για ζωή.

Ύστερα από σχεδόν έξι χρόνια σχέσης, χώρισαν. Η Αλίκη πικράθηκε με το τέλος και πάλι για πρώτη φορά, άφησε να φανεί η πικρία αυτή σε συνέντευξη που παραχώρησε λίγο μετά το χωρισμό τους με το Βλάσση, το 1987.

«Ήταν στενάχωρο το φετινό μου καλοκαίρι. Μου έλειψε η συντροφικότητα που μου έδειχνε ο κόσμος κι επιπλέον είχα κι ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Ζω μέσα από τη δουλειά μου που είναι για μένα η φυγή μου. Ζητούσα αισιοδοξία γι’ αυτό επέλεξα γι’ αυτόν τον χειμώνα να παίξω το Λίγο πιο νωρίς λίγο πιο αργά».

Παρ’ όλα αυτά, με τον Βλάσση παρέμειναν αγαπημένοι φίλοι. Γιατί όπως είπε κι ο Γκάντι, «όπου υπάρχει έρωτας, υπάρχει και ζωή» και η Αλίκη με το Βλάσση σίγουρα έζησε.

 

Photo from Hello magazine 

 

Γράψε μας και τις δικές σου ατάκες και στείλ’ τις μας σε άρθρο ως 500 λέξεις, στο info@pillowfights.gr! 

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Μαριάννα Πολένα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου