Όσο τα χρόνια περνούν τόσο πιο διακριτά γίνονται κάποια φαινόμενα που μας απασχολούν σχετικά με τον τρόπο που μαθαίνουν τα παιδιά ή- ακόμα καλύτερα- για τις αιτίες που δε μαθαίνουν εύκολα. Παλαιότερα, επικρατούσε η άποψη ότι σ’ ένα παιδί είτε του «κόβει» είτε όχι, ή μπορεί να μάθει κάτι και να πετύχει ή δεν μπορεί, επομένως ο δρόμος της γνώσης μπορεί να βρει στην πορεία του άλλες διακλαδώσεις.

Ευτυχώς, με το πέρασμα των χρόνων επήλθε η γνώση ότι όλα τα παιδιά μπορούν να γίνουν εξίσου καλά σε κάτι και να πετύχουν αυτό που επιθυμούν αν βρούμε τον τρόπο που μαθαίνουν, αντί να τα κατηγορούμε που δεν μπορούν να μάθουν όλα με τον ίδιο τρόπο. Ένας καθηγητής στη Στουτγάρδη χρησιμοποίησε τον όρο «Δυσλεξία» έναντι του όρου «Λεξική τύφλωση» που επικρατούσε ως τότε, θέλοντας να δείξει ακριβώς το γεγονός ότι τα παιδιά αυτά δεν είναι «λεκτικά τυφλά», μπορούν να δουν τις λέξεις και να τις μάθουν, απλώς δυσκολεύονται. Η δυσλεξία γίνεται συνήθως εμφανής σε άτομα νεαρής ηλικίας αφού οι δυσκολίες εμφανίζονται στις πρώτες τάξεις του σχολείου.

Στην αρχή εμφάνισης του όρου αλλά και στα πρώτα άτομα που διαγνώστηκαν με δυσλεξία επικράτησε η άποψη ότι υστερούσαν νοητικά σε σχέση με κάποια άλλα ή είχαν κάποιο πολύ συγκεκριμένο πρόβλημα, το οποίο θα τους απέτρεπε από το να ζήσουν μια ζωή καθ’ όλα φυσιολογική. Υπήρχε και η άποψη ότι όταν ενηλικιωθούν, η δυσλεξία τους θα εξαφανιστεί- κάτι σαν το «μέχρι να παντρευτείς, θα γιάνει».

Η δυσλεξία μπορεί να εμφανιστεί με διάφορες μορφές όπως με το συλλαβισμό των λέξεων κατά την ανάγνωση, με τη δυσορθογραφία- δηλαδή με το να γράφει κανείς με λανθασμένη ορθογραφία-, με την αντικατάσταση λέξεων που μοιάζουν μεταξύ τους και πολλές άλλες. Ένα δυσλεκτικό παιδί μπορεί να αισθάνεται άσχημα γιατί δεν μπορεί να καταλάβει σε τι διαφέρει με τα υπόλοιπα παιδιά κι αν διατηρεί προσλαμβάνουσες από ενήλικες τις οποίες και μεταφράζει ως ανικανότητα του εαυτού του να προοδεύσει, είναι σίγουρο πως η αυτοπεποίθησή του θα πέσει κατακόρυφα.

Δεν υστερεί ούτε σε γνώσεις ούτε σε αντιληπτική ικανότητα από κάποιον άλλον. Μπορεί να μάθει τα πάντα και να πραγματοποιήσει οποιοδήποτε όνειρο θέσει ως στόχο του, απλώς το κάνει μ’ έναν πιο ιδιαίτερο τρόπο. Δεν μπορεί να αποστηθίσει αν του δώσεις απλώς το βιβλίο και του πεις «μάθε το», μπορεί να μάθει όμως και να κατανοήσει αν του βάλεις έντονα χρώματα, αν του κάνεις το μάθημα παιχνίδι και κυρίως αν του εξηγήσεις με υπομονή πιάνοντας τα κουμπιά του. Δεν είναι μια εύκολη διαδικασία και σίγουρα είναι απαιτητική είτε είσαι γονέας, είτε καθηγητής είτε άνθρωπος με δυσλεξία, είτε ακόμη, αν έχεις έναν φίλο δυσλεκτικό ή κάποιον συγγενή και θέλεις να καταλάβεις την ψυχοσύνθεσή του, μα δεν είναι και κάτι αδιανόητο για να επιτευχθεί αν υπάρξει η σωστή διαχείριση.

Έχεις ακούσει εκείνη την ιστορία που όλα τα ζωάκια αγωνίζονταν στα ίδια αθλήματα; Για παράδειγμα, το ψάρι προσπαθούσε να πετάξει και το πουλί να κολυμπήσει. Αν, λοιπόν, το ψάρι συνέχιζε να προσπαθεί να πετάξει και έβλεπε ότι δεν τα κατάφερνε, θα περνούσε όλη του τη ζωή θεωρώντας ότι είναι ανίκανο. Έτσι και τα παιδιά, αν συνεχίσεις να προσπαθείς να τους τα μάθεις όλα με τον ίδιο τρόπο, κάποια από αυτά δε θα αποδώσουν και θα θεωρούν τους εαυτούς τους κατώτερους.

Κάθε άνθρωπος που έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο είναι μοναδικός, έχει τη δική του προσωπικότητα, τα δικά του όνειρα και τις δικές του δυνατότητες. Είναι λάθος μας να φερόμαστε στον κόσμο σαν να είμαστε όλοι ίδιοι.  Εξάλλου, αν όλοι ήμασταν ο ένας απομίμηση του άλλου, ο κόσμος θα ήταν βαρετός.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Μάρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου