Για πολλά χρόνια στη ζωή σου ίσως φανταζόσουν μια όμορφη σχέση, υγιή, στην οποία δε θα πρέπει να προσπαθείς να εκμαιεύσεις για προσοχή, δε θα φ0βάσαι να πεις όσα νιώθεις ούτε ότι το άλλο άτομο θα σηκωθεί μια μέρα και θα φύγει χωρίς εξηγήσεις. Μια σχέση που θα σού προσφέρει ηρεμία και θα εμπνέει την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου.

Ωστόσο, δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που έχουν βιώσει σχέσεις στις οποίες κυριαρχούσαν κυρίως φοβίες κι ανασφάλειες, τις οποίες  μεταφέρουν, ασυνειδήτα, και στην επόμενη σχέση τους.

Κάθε άνθρωπος που έχει περάσει απ’ τη ζωή σου αφήνει ένα σημάδι- καλό ή κακό- το οποίο ανάλογα με τον τρόπο που το διαχειρίζεσαι σε κάνει ν’ αντιλαμβάνεσαι και τις σχέσεις που θα δημιουργήσεις μετά. Πρόκειται για βιώματα που μάς καθορίζουν σ’ έντονο βαθμό και τα οποία απαιτούν πολύ στοχοπροσήλωση για να μπορέσουμε να τους κυριαρχήσουμε.

Επιδίωξη κάθε ανθρώπου στη σχέση του είναι να λαμβάνει ό,τι δίνει και να νιώθει ασφαλής μέσα σ’ αυτήν. Συνήθως όταν είμαστε ερωτευμένοι, τείνουμε να δείχνουμε το ενδιαφέρον μας με τον τρόπο που επιθυμούμε να μας το ανταποδώσουν. Μπορεί συχνά να φτάσουμε και σε υπερβολές υπερπροσφοράς, ιδίως όταν νιώθουμε ότι η άλλη πλευρά δεν τρέφει παρόμοιο ενδιαφέρον. Κάτι τέτοιο λοιπόν πιθανότατα σου συνέβη: Προσπάθησες να δείξεις ό,τι έχεις μέσα σου κι ίσως ακόμα και κάτι παραπάνω. Να προσφέρεις ενδιαφέρον, πάθος και αφοσίωση. Κι ίσως να μην έλαβες τ’ αντίστοιχα, με αποτέλεσμα ν’ αποφάσεις να περιορίσεις όσα έδινες για να προστατεύσεις εσένα οπότε στην επόμενη σχέση έβαλες σκοπό να δώσεις λιγότερα, να ακολουθήσεις το ρυθμό της άλλης πλευράς και να ελέγξεις το κατά πόσο θ’ αφεθείς στο συναίσθημα σου σκεπτόμενος δυο και τρεις φορές τα λόγια σου και ζυγίζοντας τις πράξεις σου.
Αν το καλοσκεφτείς πρόκειται για μια βασανιστική τιμωρία: Να θες να δώσεις και να κρατιέσαι.

Είναι φυσικό να επιθυμείς να προστατεύσεις τον εαυτό και τα ευαίσθητα κομμάτια του αρκεί να μπορείς ν’ αναγνωρίσεις από ποιον πρέπει να τον προστατεύσεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε την τάση  όταν προστατεύουμε τους εαυτούς μας φοβούμενοι μη τυχόν νιώσουμε ξανά τον πόνο που μπορεί κάποτε να αισθανθήκαμε, να υψώνουμε τοίχους σ’ όλους τους ανθρώπους γύρω μας χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας ότι δεν είναι όλοι εν δυνάμει υποψήφιοι να μας απογοητεύσουν προδίδοντας ή απορρίπτοντάς μας. Το αποτέλεσμα είναι ότι το γενικό ξεσκόνισμα παίρνει τελικά μπάλα κι εκείνους που είχαν τις καλύτερες των προθέσεων.

Κάποια στιγμή συναντάμε ανθρώπους με παρόμοιες επιδιώξεις, διαθέσεις κι επιθυμίες με τις δικές μας. Πρόκειται λοιπόν για έναν ωραίο συγχρονισμό απ’ αυτούς που μας ανοίγουν στην πιθανότητα της αμοιβαιότητας. Η υπερβολική καχυποψία όμως, που ‘χει τις ρίζες της στα παλιά, έρχεται σαν σφήνα ανάμεσα σ’ εμάς και αυτή την πιθανότητα και συνήθως χαλάει τις ιστορίες πριν καν γραφτούν και τελικά είναι η δική μας στάση ο λόγος που χαλάνε οι ιστορίες που τόσο ένθερμα λέμε ότι θέλουμε να γράψουμε.

Όσο κι αν κουβαλάς, όσο κι αν ταλαιπωρήθηκες από επιλογές που κάποτε δε σου βγήκαν, όσο κι αν έχει τρομάξει το μάτι σου από αφηγήσεις φίλων και γνωστών, προσπάθησε κάθε που πας να ξεκινήσεις μια νέα γνωριμία που σε ιντριγκάρει, να σου θυμίζεις ότι δε φέρεις μόνο εσύ ένα παρελθόν, ίσως κάπως τραυματικό. Όλοι όσοι συναντάμε έχουν παρόμοιες αποσκευές. Όλοι επιθυμούν και να λάβουν. Όλοι επιθυμούν να προσφέρουν χωρίς κάποιος να τους κόψει τη φόρα.
Και πιθανότατα αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθούν οι συνθήκες ενός όμορφου κεφαλαίου μέσα στο οποίο θα νιώθουν κι οι δύο άνετα να δείξουν ποιοι είναι, τι θέλουν και μέχρι πού μπορούν να φτάσουν παρεούλα. Άλλος δεν υπάρχει.

Συντάκτης: Κατερίνα Μάρου
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος