Αχ, τι ωραία που είναι τα ραντεβού. Ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις, λίγο-λίγο, τον άλλον και να σε γνωρίσει κι αυτός, βέβαια. Στην αρχή μπορεί να μη γνωριζόσασταν καν, να ήταν απλά μια τυχαία (αλλά πολλά υποσχόμενη) συνάντηση, που έγινε αιτία να υπάρξει συνέχεια. Να ‘ταν απλά η σερβιτόρα απ’ το στέκι σου ή κάποιος που σου έκανε like στο Instagram. Μπορεί να ήταν εκείνο το τυπάκι απ’ τη δουλειά που πάντα το κρυφοκοίταζες και αναστέναζες ή ένα οικείο πρόσωπο απ’ τον ευρύτερο φιλικό κύκλο που ποτέ δε φανταζόσουν ότι θα βγαίνατε ραντεβού. Όποιος κι αν είναι, όποια κι αν είναι η αρχή που σας συνδέει, όταν βγαίνουμε με κάποιον που μας αρέσει, πάντα υπάρχει άγχος, θέλουμε να κάνουμε καλή εντύπωση –τουλάχιστον στην αρχή– κι ανάμεικτα συναισθήματα με αντιφατικές σκέψεις γυρίζουν στο κεφάλι μας.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι ποτέ δεν μπορείς να ‘χεις βγει αρκετά ραντεβού. Δεν ξέρω αν θα πρέπει να το ασπαστούμε αυτό, ξέρω όμως ότι κάθε ραντεβού είναι διαφορετικό, ακόμα κι αν είναι με το ίδιο πρόσωπο. Το πρώτο ραντεβού είναι συνήθως αμήχανο κι αναγνωριστικό. Το δεύτερο διαφέρει απ’ το πρώτο, κι η σειρά πάει κάπως έτσι. Όταν πάλι βγαίνεις με διαφορετικά άτομα, δε σημαίνει ότι η στρατηγική που έπιασε στον πρώτο θα πιάσει και στον δεύτερο. Κάθε φορά είναι ξεχωριστή, όπως και τα άτομα που βγαίνουμε. Μέσα απ’ τις εξόδους αυτές μαθαίνουμε να μη χειριζόμαστε τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο, καταλαβαίνουμε καλύτερα και πιο γρήγορα τον χαρακτήρα κάποιου και μπορούμε να ελισσόμαστε ανάλογα με τις καταστάσεις. Όχι να το παινευτούμε, αλλά τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς έχουν αποδώσει καρπούς και ξέρουμε πια σχετικά νωρίς αν κάποιος αξίζει ή όχι.
Εδώ είναι που αρχίζει και το αστείο της υπόθεσης. Ενώ μπορεί να ‘μαστε κουλ κι άνετοι, όταν μας ενδιαφέρει κάποιος πραγματικά, παραλύουμε, τον κοιτάμε και ξεχνάμε τι θέλαμε να πούμε. Φοβόμαστε μήπως παρεξηγηθούμε ή μήπως φανούμε πολύ εκδηλωτικοί και συναισθηματικοί, με αποτέλεσμα να κρατάμε μέσα μας όλα όσα θα θέλαμε να του φωνάξουμε στα μούτρα. Ενώ η φανέρωση του εαυτού μας είναι λύτρωση, εμείς επιλέγουμε τον πόνο της εγκράτειας. Αυτό μας έφαγε, θα πω εγώ.
Την ώρα που το πολυπόθητο ραντεβού μας οδεύει προς το τέλος, το μυαλό μας βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση από δεκάδες σκέψεις που το διατρέχουν και δεν του επιτρέπουν να αντιληφθεί τι πραγματικά θέλει. Η φάση έχει ως εξής: Στεκόμαστε απέναντι, με ένα αμήχανο χαμόγελο και το βλέμμα δεν μπορεί να μείνει στην ευθεία, αλλά κοιτάζει συνεχώς κάτω, λες και χάσαμε κάτι. Μέσα μας προβάρουμε σενάρια και διαλόγους και σκεφτόμαστε να ‘ρθουμε πιο κοντά να δώσουμε αυτό το φιλί, που τόσο καιρό περιμέναμε. Θέλουμε να πιάσουμε το χέρι του εν δυνάμει αμόρε μας και να μην τον αφήσουμε να πάει αντίθετα από μας. Θέλουμε να περπατήσουμε περισσότερο μαζί και να μάθουμε περισσότερα πράγματα. Θέλουμε να πούμε όσα αισθανόμασταν καιρό τώρα και τα κρύβαμε. Θέλουμε όσο τίποτα να αγκαλιαστούμε και να μείνουμε σιωπηλοί, να αφήσουμε τα αγγίγματα και τα βλέμματα να μιλήσουν.
Κι εμείς τόσο βλάκες είμαστε που λέμε απλά: «Καληνύχτα, πέρασα ωραία, τα λέμε.» Και το «πέρασα ωραία» κάποιες φορές ούτε καν το λέμε. Γιατί αν ο άλλος δε μυρίσει και λίγο τα νύχια του να καταλάβει αν τον θέλουμε ή όχι, ποιο το μυστήριο τότε; Αν δεν πλάθουμε σενάρια με τους φίλους, αλλά και μόνοι μας, για το αν μας γουστάρει, ποια η ευχαρίστηση; Τι; Να το πούμε εξαρχής; Να δείξουμε ότι ενδιαφερόμαστε; Α, δεν είμαστε καλά. Ποιος τα κάνει αυτά και μας χαλάει την πιάτσα;
Αχ, τι ωραία τα ραντεβού. Γκρινιάζουμε και φέρνουμε τον κόσμο άνω-κάτω, μέχρι να σιγουρέψουμε την ώρα, το μέρος, να δούμε και τι θα φορέσουμε για να βρεθούμε και να μην έχει τίποτα απ’ όλα αυτά σημασία. Αλλά και τι να κάνεις; Είναι στη φύση μας να τα θέλουμε όλα δικά μας, και πάλι, ακόμα κι αν τα ‘χουμε, να βρίσκουμε κάτι άλλο για να παραπονεθούμε. Μόνο να θυμόμαστε να μην το παρακάνουμε, γιατί δε μας βλέπω σε επόμενο ραντεβού.
Α! Και κάτι τελευταίο. Φίλα την/τον! Έλεος, δηλαδή, μ’ αυτό το μυαλό που κουβαλάμε. Ας αφήσουμε και λίγο την καρδιά να πρωταγωνιστήσει και δε θα χάσουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη