Ως έφηβοι κι αργότερα ως φοιτητές η ζωή που κάνουμε δε θα λέγαμε ότι είναι χλιδάτη, μάλλον απλοϊκή κι ο μήνας ίσα που βγαίνει. Άλλες φορές μένουμε μέσα για να μη χαλάσουμε ούτε ένα ευρώ, ακυρώνουμε εξόδους και τη βγάζουμε παρέα με το Netflix, άλλες όμως δεν έχουμε αίσθηση των χρημάτων που δε διαθέτουμε κι αποφασίζουμε να μη χαλάσουμε χατίρι σε κανέναν.

Θα βγούμε, λοιπόν, θα φάμε, θα πιούμε και, στο τέλος, λεφτά δε θα βρούμε. Ψάχνουμε στα πορτοφόλια, στις τσέπες και στις κωλότσεπες και φτάνει η στιγμή που ρίχνουμε όλοι ό,τι ψιλά έχουμε στο τραπέζι, αλλά δε φτάνουν ούτε για τα μισά. Η λύση είναι προφανής· πιστόλι. Δεν μπορείς κι αλλιώς, δηλαδή. Αρχίζετε, λοιπόν, ένας-ένας και την κάνετε με ελαφρά πηδηματάκια, μη σας καταλάβουν. Άλλος πάει να μιλήσει έξω, γιατί μέσα έχει φασαρία, άλλος και καλά ψάχνει το μπάνιο και στο τέλος, με το που περάσετε την πόρτα, τρέχετε όλοι για να συναντηθείτε στη γωνία που είχατε δώσει ραντεβού. Αν μέχρι την επόμενη σας φάνε οι ενοχές, μπορεί να επιστρέψετε για να τακτοποιήσετε το χρέος σας.

Άλλες πάλι φορές είτε επειδή δεν περάσατε καλά είτε επειδή το κλαμπ δεν άξιζε, λόγω συμπεριφοράς κι εξυπηρέτησης, είτε γιατί απ’ τα πολλά σφηνάκια χάσατε κάθε αίσθηση του ποιοι και πού είστε, φεύγετε έτσι, δίχως να ανοίξετε πορτοφόλι. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι το ‘χουμε κάνει αυτό, παρόλο που αναγνωρίζουμε πως δεν είναι ηθικά σωστό. Εκείνη, όμως, τη στιγμή, ειδικά αν είσαι πιτσιρικάκι, δεν το σκέφτεσαι έτσι κι όταν δε σε ‘χουν καταλάβει κι εσύ έχεις φύγει σαν κύριος/α, αισθάνεσαι λες κι έκανες τη μεγαλύτερη κομπίνα του αιώνα.

Είναι κι η υπερκαταναλωτική φύση της κοινωνίας, που κάποτε προκαλεί τέτοιες συμπεριφορές. Μπορεί να μην το ‘χουμε κάνει αλλά να το ‘χουμε παίξει σαν σενάριο στο μυαλό μας, καθώς ζαχαρώνουμε κάτι σε μια βιτρίνα κι η τσέπη μας δε μας επιτρέπει να το αγοράσουμε.

Μικροκλοπές φυσικά δε θα μπορούσαν να λείπουν απ’ τα μίνι μάρκετ και τα περίπτερα. Εκεί είναι πιο εύκολο, και μιλάμε για φαγητό, που όλοι λιγουρευόμαστε. Μπαίνεις μέσα αποφασισμένος ότι ξέρεις τι θες κι έχεις πάρει και τα ανάλογα χρήματα μαζί σου. Έλα, όμως, που σε έχει πιάσει και μια λιγούρα και κοιτάζοντας τριγύρω, πέρα απ’ το παγωτό που θα σε δροσίσει, βλέπεις αναψυκτικά και χυμούς, μπισκότα και πατατάκια για την παραλία. Ειδικά αν είσαι με παρέα και σε μια ηλικία που η παραβατικότητα σε γοητεύει, αφού σου μοιάζει μ’ ένα είδος επανάστασης κι αντίστασης στις κοινωνικές επιταγές, δε θέλει και πολύ για να συμβεί.

Σε μια παρόρμηση της στιγμής κι ενώ το φιλαράκι σου σε προκαλεί, κρύβεις στην τσέπη σου κάτι μικρό κι άνευ σημαντικής αξίας κι αποχωρείς, τάχα, όλο θάρρος, ενώ μέσα σου τρέμεις. Δεν είναι το κόστος κι αν το σκεφτόσουν, δε θα το ‘κανες, είναι όμως η ίντριγκα κι εκείνη η αδρεναλίνη. Μπαίνεις στο αμάξι του φίλου που περιμένει και την κάνετε στα γρήγορα, με το λάφυρό σου να αποδεικνύει στα μάτια της παρέας πως δεν είσαι κότα.

Σαφώς και δεν υμνούμε την παρανομία, ούτε εξιδανικεύουμε τις κλεψιές. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι όποιος πει ότι δεν το έχει κάνει ή έστω δεν το ‘χει σκεφτεί ποτέ, κυρίως κατά την εφηβεία του, θα πει ψέματα. Ακόμη και μια τσίχλα να πάρεις ή να σου δώσουν παραπάνω ρέστα και να μη μιλήσεις, ενώ το κατάλαβες, μικροκλοπή είναι. Άλλωστε, τι είναι μια τσίχλα ή 1 ευρώ; Πρέπει να νιώσουμε άσχημα και να αισθανθούμε τύψεις; Συμβαίνουν αυτά, άλλοι κάνουν χειρότερα. Στο κάτω-κάτω, δε ληστέψαμε και καμιά τράπεζα. Αρκεί να μη γίνει συνήθεια, γιατί η κλεπτομανία είναι ψυχική διαταραχή και τα αίτιά της είναι πολύ βαθύτερα.

Συντάκτης: Άννα Μπαλάση
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη