Ας μιλήσουμε για μια φράση, γνώστη, καθημερινή, που έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλά memes, αφού είναι τόσο εκνευριστικό κλισέ που καταντά αστείο. Ο λόγος για το ξακουστό και χιλιοειπωμένο «-Τι έχεις; -Τίποτα». Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί τη λέμε αυτή τη φράση; Γιατί δε λέμε κατευθείαν τι μας ενόχλησε, τι μας στεναχώρησε, τι μας πείραξε; Γιατί ψήνουμε στον κάθε άλλο (φίλο, ταίρι, σόι) το ψάρι στα χείλη; Για ποιον λόγο δε θέλουμε να γίνουμε ξεκάθαροι σε κάτι που ο άνθρωπος απέναντί μας μάλλον απλά δεν έχει κατανοήσει ότι έκανε λάθος;
Είναι από πείσμα αυτή η αρνητικότητα; Μπα. Είναι που θέλουμε ο άλλος να κατανοήσει το λάθος που έκανε από μόνος του. Να φτιάξει την κατάσταση, όπως τη χάλασε. Να ‘ρθει στη θέση μας. Φράση και λογική που την έχουμε κάποτε υιοθετήσει όλοι. Άντρες και γυναίκες. Μικροί και μεγάλοι. Γιατί το παράπονο σε μια παρεξήγηση δεν έχει ηλικία και φύλο.
Ένας ακόμη λόγος που κάποιος μπορεί να δώσει αυτήν την απάντηση είναι γιατί μπορεί να τεστάρει τον συνομιλητή του, για να δει την υπομονή του και το αν θα κάτσει να ασχοληθεί με κάτι που ο ίδιος ίσως θεώρησε ασήμαντο, αλλά εκείνον τον πείραξε. Σε πόσα «τίποτα» θα αρχίσει να εκνευρίζεται ή να τα παρατά; Ή, ακόμη, μπορεί να το κάνουμε ως γυμνάσιο, για να εκδικηθούμε γι’ αυτό που μας έκανε με τη σιωπή και την περιφρόνησή μας. Μπορεί, όμως, και να θέλει κάποιος μέσα απ’ την αποστασιοποίησή του να αποφύγει άλλον έναν τσακωμό, να λήξει έναν καβγά πριν καν αρχίσει.
Άλλη μια εκδοχή είναι ότι φοβόμαστε μη θεωρηθεί υπερβολικός ο λόγος που έχουμε θυμώσει, μη στιγματιστούμε σαν παρεξηγησιάρηδες άνευ λόγου κι αιτίας. Ο καθένας μας είναι διαφορετικός, με αλλιώτικες ανοχές κι ευαισθησίες και νομίζει πως ίσως να μην κατανοηθεί από πού πηγάζει αυτό το παράπονο. Ίσως σε κάποιον αντίστοιχο καβγά να είχε χαρακτηριστεί ως «μη μου άπτου» ή ότι παίρνει πολύ στα σοβαρά ηλιθιότητες και μικροπράγματα. Τους ευαίσθητους ανθρώπους τους ενοχλεί απίστευτα να υποβαθμίζουν πράγματα και συμπεριφορές που τους πλήγωσαν, νιώθουν ότι υποβαθμίζεις παράλληλα και τη νοημοσύνη τους, με το να τους λες πως αυτό το θέμα που τους βασάνιζε σε εσένα περνά αδιάφορο.
Βέβαια, υπάρχει κι η εκδοχή το πρόβλημα αυτό να μην είναι κάτι καινούργιο. Να έχει ξανασυζητηθεί, και μία και δύο και δέκα φορές, και κανείς απ’ τους δύο να μην έχει καταλάβει απολύτως τον άλλον. Έτσι όταν ξαναεμφανίζεται δεν έχεις την υπομονή να περάσεις τα ίδια, δίχως να βγαίνει κάποιο αποτέλεσμα. Λογικό είναι να υπάρξουν και κάποιες διαφορές που δε λύνονται. Εκεί είτε δέχεσαι πως αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει κι αποδέχεσαι το συγκεκριμένο ελάττωμα, είτε, αν είναι τόσο αγεφύρωτο το χάσμα, παίρνει ο καθένας τον δρόμο του.
Το πιο απλό ενδεχόμενο είναι όντως να μην έχει τίποτα. Τουλάχιστον τίποτα που να αφορά εσένα. Στην καθημερινότητά μας πάντοτε θα υπάρχει κούραση, εξάντληση, άγχος. Μπορεί απλά να μη θέλει να σε βάλει μες στα δικά του προβλήματα, να μη σε στεναχωρήσει ή σε στρεσάρει. Να προτιμά να τα βγάλει πέρα μόνος του, γιατί δε θέλει όπως προβλημάτισε κάτι εκείνον να προβληματίσει κι εσένα.
Όπως και να έχει, αν θέλουμε να λύνονται τα θέματα σε μια σχέση δύο ανθρώπων (ερωτική και μη) πρέπει να μιλάμε ξεκάθαρα, ακόμη κι αν η άμεση αντίδρασή μας οδηγήσει σε τσακωμό. Καλύτερο είναι να λύνονται τα προβλήματα όσο είναι ακόμα φρέσκα, όσο επικρατεί και το συναίσθημα. Μερικές φορές μπορεί να σώσει μια σχέση, ενώ η λογική να τη διαλύσει. Όταν το πρόβλημα παγώνει, το ξανασκέφτεσαι -με το μυαλό σου κυρίως. Εκεί ξεχνάς ότι μιλάς για έναν άνθρωπό δικό σου κι επικεντρώνεσαι μονάχα στο δίκιο σου.
Σκέψου ότι ο άλλος δεν είναι δυνατόν να ζει μες στο μυαλό σου και να ξέρει τι γίνεται ανά πάσα στιγμή. Μην κρατάς μούτρα, αν δεν εξηγήσεις τον λόγο που τα κρατάς. Όλοι κάνουμε λάθη κι ίσως το λάθος να το ‘χεις εσύ και να μη σκέφτεσαι το θέμα σφαιρικά, να μην κάνεις ένα βήμα να κατανοήσεις και την άλλη πλευρά. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος για το αν έχει κάποιος δίκιο ή άδικο, αν –τουλάχιστον– δεν του δώσεις την ευκαιρία να ακουστεί. Αν δεν επεξεργαστείς αυτά που σου πει μπαίνοντας στη θέση του.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη