Ένας απ’ τους πιο συχνούς εφιάλτες των παιδικών μας χρόνων ήταν η λέξη «διάβασμα» κι η πλειοψηφία των ατόμων που χαζεύει τούτες τις γραμμές αυτή τη στιγμή ίσως ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι. Δε μας τρόμαζε μάλλον τόσο πολύ η πραγματική έννοια του διαβάσματος, αλλά το ότι αυτό απαιτούσε χρόνο και για κάθε παιδί χρόνος αφιερωμένος σε οτιδήποτε άλλο εκτός από παιχνίδι και διασκέδαση σήμαινε χαμένος χρόνος.

Ο εφιάλτης των υποχρεώσεων σίγουρα μεγάλωσε όταν οι γονείς σου σού ανακοίνωσαν ότι ήρθε πια η στιγμή να ξεκινήσεις την πρώτη σου ξένη γλώσσα. Στην αρχή ίσως και να είχες άγνοια κινδύνου, οπότε δέχτηκες χωρίς να φέρεις μεγάλες αντιρρήσεις. Ήσουν, άλλωστε, ακόμα σε μικρή ηλικία για να αντιλαμβάνεσαι απόλυτα το τι συμβαίνει. Οι γονείς ήξεραν καλύτερα από εσένα, οπότε περιορίστηκες στο ότι «ξέρουν τι κάνουν» και στο ότι ήταν ακόμα μία ευκαιρία να κερδίσεις το παιχνίδι που ζητούσες καιρό, αν τα πήγαινες καλά.

Αν ανήκεις στην κατηγορία που έχει έφεση στις ξένες γλώσσες (γιατί κι αυτές θέλουν ένα ταλέντο) θα βρισκόσουν πάντα σε πλεονεκτική θέση και δε θα βίωσες τις (για άλλους) δυσκολίες της κατάστασης. Αν ανήκεις, όμως, στην πλειοψηφία που η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας –είτε αυτή ήταν αγγλικά είτε κινέζικα– έμοιαζε με ακατανόητη εξωγήινη αποστολή, σε περίμενε μακρύς δρόμος. Ξεκίνησες, λοιπόν, χωρίς πολλές αντιδράσεις, αλλά αυτό δεν εγγυόταν μια πολύ συγκαταβατική συνέχεια.

Καθώς περνούσε ο καιρός, μεγάλωναν οι απαιτήσεις κι η ύλη γινόταν όλο και πιο απαιτητική, ένα μίσος γεννιόταν ανάμεσα σε σένα και την ξένη γλώσσα που έπρεπε να μάθεις σαν μητρική σου. Κάπου εκεί, κοντά στην (προ)εφηβεία ξεκίνησαν κι οι επαναστάσεις κι πεισματικές σου αρνήσεις. Μάταια οι γονείς σου προσπαθούσαν να επιχειρηματολογήσουν για το πόσο σημαντικό εφόδιο είναι για τη ζωή και το μέλλον σου κι επέμεναν πως θα σου χρειαστούν στην καθημερινότητά σου. Όσο αυτοί μιλούσαν για να σε πείσουν, τόσο εσύ φώναζες κι επιστράτευες κάθε συναισθηματικό μέσο για να τους αποδείξεις πόσο δυστυχισμένο παιδί σε κάνουν. Ευτυχώς δε λύγισαν.

Το κακό, βέβαια, δε σταμάτησε εκεί. Λίγο καιρό αργότερα σου ανακοίνωσαν ότι είναι ώρα να επιλέξεις και τη δεύτερη ξένη γλώσσα που θα μάθεις, μιας κι έτσι θα αποκτήσεις ένα ακόμη πλεονέκτημα στην αγορά εργασίας και γενικά θα διευκολύνεις τη ζωή σου. Εξάλλου, οι γνώσεις είναι πάντα χρήσιμες. Φυσικά τίποτα καλό δεν έβρισκες σ’ όλα αυτά και μόνο οι ώρες που έπρεπε να ξοδέψεις σε διδακτικές αίθουσες αρκούσαν για να τα βάψεις μαύρα.

Το σπρώξιμο, η ενθάρρυνση κι η επιμονή των γονιών σου αλλά φυσικά κι η δική σου αφοσίωση και προσπάθεια ήταν που κατάφεραν να σου προσφέρουν εκείνα τα πολυπόθητα πτυχία -εντάξει, και τα δωράκια που ήρθαν ως επιβράβευση. Για να μπορείς πλέον να ποζάρεις με χαμόγελο και καμάρι μπροστά απ’ τα κορνιζαρισμένα χαρτιά που επιβεβαιώνουν πως τα κατάφερες.

Μεγαλώνοντας, συνειδητοποιείς καθημερινά πόσο απαραίτητες σου φάνηκες εκείνες οι ξένες γλώσσες, που αν ήταν στο χέρι σου θα είχες αποφύγει. Σημαντικές για τη σχολή σου, το βιογραφικό σου, τα επαγγελματικά σου βήματα, σίγουρα και για τα αγαπημένα σου ταξίδια. Χαμογελάς όταν συναντάς ανθρώπους από άλλα κομμάτια του χάρτη και μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί τους. Οι ξένες γλώσσες ανοίγουν πόρτες αλλά κυρίως μυαλά, αφού σε βοηθάνε να κατανοήσεις άλλες κουλτούρες.

Συνειδητοποιείς πόσο δίκιο είχαν τελικά που επέμειναν οι γονείς σου. Φαντάζουν ξαφνικά στα μάτια σου σαν τους μεγαλύτερους προφήτες και χαίρεσαι που δεν υπέκυψαν τότε στα νεύρα, τα εκβιαστικά δάκρυα και τους καβγάδες κι επέλεξαν να σε βασανίζουν με το πιο γλυκό τελικά μαστίγιο, αυτό της γνώσης.

Σε κάθε ανάγνωση ενός ξενόγλωσσου βιβλίου, σε κάθε ταινία που δε χρειάζεσαι υπότιτλους, σε κάθε νέα γνωριμία με ανθρώπους που έρχονται από μακριά, έρχεται σαν αντίλαλος η φωνή της μητέρας που έλεγε «μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε» όταν κοπανιόσουν πως σου είναι άχρηστα.

Ο θυμός τόσων χρόνων για την έξτρα πίεση, έχει μετατραπεί αυτόματα στην πιο μεγάλη ευγνωμοσύνη για τα εφόδια που σου πρόσφεραν οι δικοί σου και φυσικά οι εκπαιδευτικοί σου, ακόμα κι αν τότε δεν καταλάβαινες το γιατί. Πόσο δίκιο είχες τελικά, ρε μάνα; Thank you! Vielen dank! Merci beaucoup! Muchas gracias!

 

Συντάκτης: Μαρία Βίγλα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη