Τι περιμένεις να σου γράψω; Κάτι ανέλπιστα ρομαντικό ή ολοκληρωτικά ποιητικό; Κάτι βασισμένο σε κοινούς κανόνες γραμματικής ή έστω κοινής λογικής; Πώς να χωρέσει η ιστορία μας σε μερικές ασπρόμαυρες αράδες; Πώς να εκφράσω την ουτοπία αυτή, που έρχεται κάποτε με τη μορφή ενός αναγκαίου πόνου, άλλοτε με τη μορφή μιας τόσο παρούσας απουσίας κι απόψε με μια ανάγκη τόσο ερωτευμένη με ‘σένα…

Δεν ξέρω να σου πω αν αγάπησα εκείνη την ανούσια παρουσία σου κάποιες μέρες ή εκείνη την τόσο ποιοτική απουσία που, μέσα σε βράδια προσμονής, μου πρόσφερε όσα είμαι. Δεν ξέρω απόψε τι πρέπει να ζητήσω… Αν θέλω εσένα εδώ ή εκείνον τον σκονισμένο παλιό έρωτα που γέμιζε κάθε βράδυ τις λευκές μου σελίδες με απαλό μελάνι.

Θυμάμαι πώς ψάχναμε ώρες να ορίσουμε αυτό που είχαμε ή έστω εκείνο που θα θέλαμε να ‘χουμε. Μέσω ενός άψυχου πληκτρολογίου, με τόσα χιλιόμετρα να υπάρχουν ανάμεσα στα μάτια μας, και τους υπόλοιπους να μας θεωρούν ακατάλληλα κι άτσαλα ενωμένους. Κι όμως, εκείνες τις ώρες καμία απουσία δε με πλησίαζε. Γιατί ήξερα ότι ανάμεσα στις σκέψεις σου, βρίσκομαι πλάι σου, γιατί ένιωθα ότι κάπου ανάμεσα στις ελπίδες μου έγραφε το όνομά σου. Κι ήταν αυτό ο κόσμος μου ολόκληρος. Ίσως δεν είχε ορισμό, μα εμείς το ονομάσαμε ευτυχία.

Τώρα πια, δύσκολα γράφω σε α’ πληθυντικό. Είναι, βλέπεις, αυτό το «εμείς» που ήταν τόσο υποταγμένο σε εμάς, και με τον καιρό, όταν έπαψε να σε εμπεριέχει, έπαψε και να υπάρχει. Έτσι έγινε και με τα βραδινά μου ποιήματα, που στην αρχή τα έβλεπες μόνο εσύ κι έπειτα γράφονταν για τους πολλούς, με την ελπίδα να φτάσουν στα μάτια σου. Έτσι έγινε και με τα δάκρυα, κάποτε γεννημένα από πικρές κουβέντες κι άλλοτε αφιερωμένα σε μια ησυχία, σε κάποια φωνή που τόσο είχα ερωτευτεί και δεν μπορούσα να ακούσω πια.

Όχι, δε ζητάω τις ειρηνικές μας μέρες. Δε ζητάω τις νύχτες που μας έβρισκαν ένα. Ζητάω εκείνα τα ξημερώματα που παλεύαμε μέσα μας, μεταξύ μας πολλές φορές, μα, τελικά, ο ένας για τον άλλον. Ζητάω εκείνη την εποχή που τίποτα δε μας θύμιζε, μα εμείς μας θυμόμασταν ακόμα. Δε με πειράζει ο πόνος που με κέρασες τότε, άλλωστε κι αυτός έρωτα έκρυβε μέσα του. Αλλά αυτή η αδράνεια, τόσο κενή και τόσο κρύα απόψε. Αυτή με πειράζει.

Έφυγες, βλέπεις, δύο φορές. Μία απ’ τη ζωή μου και μία από μέσα μου. Κι η πρώτη ήταν απουσία γλυκιά, με προσμονή ανακατεμένη, και με ένα βλέμμα τόσο ελπιδοφόρο που κάθε βράδυ με έβρισκε να κοιτάω –πάντα νοτιοδυτικά– τον ουρανό. Η δεύτερη, όμως, ήρθε να πάρει τα κεκτημένα της προηγούμενης. Κι ήταν τότε που γονάτισα στο τόσο γνωστό τέλος ενός τόσο αγνώστου συναισθήματος, τότε που ξέχασα του έρωτα οι λέξεις πώς συλλαβίζονται κι έπαψα σε ουρανούς να ελπίζω.

Έλα, απόψε, σαν να μην έφυγες ποτέ. Σαν να μη φύγαμε ποτέ. Έλα κι ας φέρεις δάκρυα, ας φέρεις χάος. Καμία ηρεμία δεν ταίριαζε σε εμάς από παλιά, καμία βολική ιστορία να πούμε στους υπόλοιπους. Τόσο επαναστατικά γραμμένη ήταν, κόντρα στα δέοντα του ρομαντισμού και της απλής αγάπης. Την επανάσταση αυτή ζητάω, αυτήν την ένταση, αυτό τον πόλεμο. Εκείνες τις βραδινές ώρες που ήμασταν παρόντες στο «εμείς».

Έλα, απόψε, μία τελευταία φορά… Μόνο ένα βράδυ… Να ξεφύγουμε απ’ το λίγο που η ζωή είχε για εμάς.

Συντάκτης: Βασιλεία Παπαδημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη