Τον Αύγουστο που μας πέρασε πήγα σε μια συναυλία ενός σπουδαίου για τα αφτιά μου καλλιτέχνη, δεν έχει σημασία το όνομά του, έχει όμως ιδιαίτερη σημασία για εμένα το ηχόχρωμα της φωνής του, μιας φωνής που με την ίδια ευκολία με γεμίζει, με ανατριχιάζει και με κάνει να χάνομαι σε νοερά ταξίδια και σκέψεις. Ο χώρος που έγινε η συναυλία, ένα ανοιχτό θέατρο κάπου στη Θεσσαλονίκη, ήταν επιβλητικός και γεμάτος, και μόλις ήχησαν οι πρώτες νότες ήταν φανερό πως το συναίσθημα που μου δημιουργούσε η συγκεκριμένη μουσική δεν το ένιωθα μόνο εγώ αλλά και χιλιάδες ακόμα από εκείνους που ήταν γύρω μου. Κάτι σαν την αγωνία πριν απ’ το πρώτο ραντεβού με έναν άνθρωπο που γουστάρεις καιρό, ένα πράγμα.

Κάθε φορά που πηγαίνεις να δεις τον αγαπημένο σου καλλιτέχνη, λοιπόν, έχεις κάποιες προσδοκίες, με τον ίδιο τρόπο που έχεις προσδοκίες απ’ τους ανθρώπους της ζωής σου· ελπίζεις να ‘χει τα κέφια του, να δώσει την ψυχή του, να σε κάνει να νιώσεις, να πει εκείνα τα τραγούδια που σε έκαναν να τον αγαπήσεις, η συναυλία να ‘χει μια άλφα διάρκεια, να μη μοιάζει με ξεπέτα, ό,τι τέλος πάντων αναμένει το μυαλό σου κι επιθυμεί η καρδιά σου.

Περνούσε, λοιπόν η ώρα, περνούσα κι εγώ ωραία, δε λέω, αλλά άρχισε εκείνος να λέει πολλά καινούρια του τραγούδια, τα οποία ναι μεν μου άρεσαν, αλλά ακόμα δεν είχαν επίδραση πάνω μου, είπε πολλά άλλα σπουδαίων καλλιτεχνών, πέρασε η ώρα και ξαφνικά μας ευχαρίστησε, αποφώνησε την ορχήστρα του, μας είπε και την καληνύχτα του κι έφυγε μαζί με τους υπόλοιπους μουσικούς απ’ τη σκηνή.

Τα φώτα άναψαν κι οι αντιδράσεις στο κοινό ήταν ανάμεικτες. Γύρω μου πολλοί σηκώθηκαν να φύγουν, λέγοντας πως η συναυλία ήταν απαράδεκτη και λίγη, άλλοι κάπως πιο βιαστικοί είχαν στο μυαλό τους να τρέξουν προς το αυτοκίνητο για να ξεπαρκάρουν γρήγορα και να φύγουν πριν γίνει ο μεγάλος χαμός και κολλήσουν στην κίνηση, κι οι υπόλοιποι θεώρησαν σοφότερο να καθίσουν στις θέσεις τους στωικά, περιμένοντας να διαλυθεί το μπούγιο και να φύγουν με την ησυχία τους, μαζί τους κι εγώ. Α, και κάποιοι ακόμα, εκείνοι οι όρθιοι μπροστά στη σκηνή, καρφωμένοι στα πόστα τους συνέχισαν να φωνάζουν «κι άλλο, κι άλλο». Επειδή γνώριζαν; Επειδή ήξεραν να διεκδικούν;  Πάντως δεν το έβαζαν κάτω.

Και ξαφνικά τα φώτα έσβησαν, η ορχήστρα ξαναπήρε θέση κι ο καλλιτέχνης ξαναβγήκε και τραγούδησε για περίπου μία ακόμα ώρα όλα εκείνα τα τραγούδια που μου έλειψαν τις προηγούμενες δύο. Το κέφι ήταν απίστευτο, ο κόσμος το καταευχαριστήθηκε και στο τέλος φύγαμε όλοι γεμάτοι, κι ας είχε λίγη κίνηση, τι πειράζει; Τι θα γινόταν αν είχα φύγει στην πρώτη εκείνη καληνύχτα; Θα είχα πάει στο σπίτι μου νωρίτερα, θα είχα γλυτώσει αρκετή ταλαιπωρία, θα ήμουν και λίγο στραβομουτσουνιασμένη με την όλη φάση, γενικά ούτε ωραία θα είχα περάσει ούτε θα είχα τίποτα συγκλονιστικό να διηγηθώ.

Κάπως έτσι πάει το πράγμα και στη ζωή, λίγα είναι τα φινάλε που είναι οριστικά. Σχέσεις τελειώνουν για να ξαναρχίσουν σε νέες βάσεις, φιλίες τερματίζονται για να επαναπροσδιοριστούν κι άνθρωποι ακολουθούν ξεχωριστές διαδρομές, διαπιστώνοντας με έκπληξη πως όσα διαφορετικά σοκάκια κι αν περπάτησαν, οι ζωές τους είχαν πάντα έναν άρρωστο τρόπο να τους καταλήγουν στον ίδιο δρόμο. Κανένα τέλος, λοιπόν, πέρα απ’ τον θάνατο, δεν είναι τόσο απόλυτο ώστε να μη σου αφήνει περιθώρια για μια ακόμη προσπάθεια, μια παραπάνω ευκαιρία, ένα τελευταίο «σ’ αγαπάω ακόμη». Κάποιες φορές αρκεί να το θέλει μόνο ο ένας, κάποιες φορές ίσως κι οι δύο.

Αν αγαπάς, είναι στο χέρι σου να γράψεις τη συνέχεια σε μια σχέση της οποίας το τέλος δε σε κάλυψε, να αναθεωρήσεις παλιές σου απόψεις και να ξαναγεννηθείς για τον άνθρωπο που θες στο πλάι σου, να ζητήσεις συγγνώμη απ’ τους ανθρώπους που πλήγωσες και να τους διεκδικήσεις απ’ την αρχή, να σηκωθείς απ’ τα πατώματα και να αποφασίσεις πως ήρθε η ώρα να ξαναζήσεις όπως σου αξίζει κι όχι όπως σου όρισαν ερήμην σου.

Στις θεατρικές παραστάσεις οι ηθοποιοί βγαίνουν πάντα για μια τελευταία υπόκλιση ακόμα κι όταν πέφτει η κουρτίνα, σεσμοί ρίχνουν κάτω πόλεις κι αυτές ξαναχτίζονται, φωτιές καίνε δάση κι αυτά ξαναγεννιούνται, ο ήλιος πέφτει κάθε απόγευμα για να ξαναβγεί το πρωί κι αν τα αναγνωρίζεις όλα αυτά, τότε δεν έχεις δικαίωμα να μην πιστεύεις στις νέες αρχές, ιδίως όταν αυτές εξαρτώνται μόνο απ’ τα χέρια των ανθρώπων που έχουν την όρεξη να δουλέψουν σκληρά για να διορθώσουν τα λάθη τους, μέχρι να πάρουν την ευτυχία που τους αξίζει.

Ένα βιβλίο που δε σου αρέσει, έχεις δικαίωμα να το κλείσεις και να το βάλεις πίσω στη βιβλιοθήκη σου, δεν το πετάς, ούτε το καις. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο έχεις δικαίωμα ν’ αλλάξεις γνώμη και να τα ξανανοίξεις όταν θα ‘σαι στην κατάλληλη φάση ώστε να το κατανοήσεις κι ίσως να γίνει το αγαπημένο σου.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη