Γράφω απόψε για ‘κείνους τους όμορφους ανθρώπους που όλοι έχουμε συναντήσει στη ζωή μας, που συχνά δε θυμόμαστε το χρώμα των ματιών τους ή τη μυρωδιά τους, αλλά πάντα θυμόμαστε τον προσεκτικό τρόπο που άγγιξαν το σώμα, το μυαλό και την καρδιά μας.

Είναι αυτοί οι άνθρωποι που θα παρομοίαζες με ήρεμη θάλασσα ή με χαμηλή τζαζ μουσική, εκείνοι που δε θα υψώσουν ποτέ τόνους και κύματα, δε θα προσπαθήσουν να βουλιάξουν το χαμόγελό σου, ακόμα κι αν στερηθούν το δικό τους, δε θα προσπαθήσουν να σε βυθίσουν στον ωκεανό τους, ακόμα κι αν ξέρουν πως όλα όσα πάντα λαχταρούσες βρίσκονται εκεί.

Όταν καταλάβουν πως χαράζεις πορεία για άλλες θάλασσες, θα σε βάλουν μέσα στο πιο όμορφο καράβι, θα σε φιλήσουν απαλά και θα σου ευχηθούν καλό ταξίδι. Πολλοί λένε πως δεν ενδιαφέρονται, μα εκείνοι νοιάζονται με τον πιο όμορφο τρόπο, με έναν τρόπο κάθε άλλο παρά ανθρώπινο, με τρόπο θεϊκό. Κάνουν στην άκρη τον εαυτό τους και βλέπουν τον άνθρωπό τους να ανοίγει τα φτερά του, να ‘ναι ελεύθερος, να επιλέγει μόνος του τη ζωή που θέλει να κάνει και γι’ αυτό είναι χαρούμενοι, ακόμα κι αν δεν εμπεριέχονται στις επιλογές του.

Η ζωή τους είναι ο απόλυτος ορισμός της αγάπης, μα μέσα σε έναν κόσμο ερωτευμένο με εγωισμούς κι εντάσεις, αυτοί οι άνθρωποι ονομάζονται άψυχοι κι αδιάφοροι. Έτσι τους προσπερνάμε ψάχνοντας  εκείνον που θα παθιαστεί, που θα μας πιάσει άχαρα, που θα μας σημαδέψει και που μπορούμε να γίνουμε κτήμα του, θύμα του, με εκείνη την ωραιοποιημένη έκφραση «σου ανήκω».

Αναζητάμε τη βολική θέση του θύματος κι απομακρυνόμαστε απ’ τις ευθύνες της ελευθερίας. Αυτό ονομάζεται πια αγάπη, να μπορείς να ανήκεις σε κάποιον κι όχι να μπορείς να ‘σαι ο εαυτός σου με εκείνον, κι εκείνοι οι περαστικοί άνθρωποι που μας αγάπησαν για τον αληθινό μας εαυτό, που μας έκτισαν φτερά και μας έμαθαν να πετούμε, μας βλέπουν τώρα να ξεριζώνουμε την ελευθερία μας προς ικανοποίηση ενός ξένου εγωισμού.

Μέσα σου, αυτούς τους ανθρώπους δε θα τους βρεις πουθενά.

Εκείνοι φρόντισαν γι’ αυτό, κι έφυγαν σιωπηλά απ’ τη ζωή σου, προσεκτικά, για να μη σε ποτίσουν σκληρές κουβέντες και δάκρυα. Βλέπεις, ακόμα κι αν εσύ δεν κατάλαβες ποτέ τίποτα για ‘κείνους, εκείνοι σε είχαν τοποθετήσει ψηλά, και σε κράτησαν εκεί μέχρι το τέλος.

Κι αν σαν όνειρο μακρινό ακόμα τους θυμάσαι, το δέρμα σου έχει πεθυμήσει το αγγελικό τους άγγιγμα κι η ψυχή σου εκείνο το καταφύγιο που είχαν δημιουργήσει για εσένα, κάθε φορά που κάποιος άλλος δε σε πρόσεχε όσο εκείνοι. Λόγια και χέρια απαλά, κατασταλαγμένα και τόσο διαλεγμένα που κανείς ποτέ δε θα μπορέσει να τα μιμηθεί.

Γι’ αυτούς τους ανθρώπους γράφω απόψε, που θυμίζουν έναν παράδεισο κρυμμένο, και που εμείς πάντα θα αφήνουμε για κάτι φθηνές απομιμήσεις του και θα γράφουμε με έντονο ανεξίτηλο μελάνι ένα τέλος σχεδόν ευτυχισμένο, αφού ποτέ δε καταλάβαμε γιατί εκείνοι επέλεξαν να γράψουν πάνω μας με μολύβι και να σβηστούν με τον καιρό.

Συντάκτης: Βασιλεία Παπαδημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη