Σε όλες τις σχέσεις, όσο αγαπημένοι κι ερωτευμένοι κι αν είμαστε κι όσο καλά και να ‘ναι τα πράγματα μεταξύ μας, κάποια στιγμή θα προκύψει ένας τσακωμός. Μικρός ή μεγάλος, για κάτι σημαντικό ή για το πιο μικρό κι ασήμαντο θέμα, αυτός θα ‘ρθει.

Πόσες φορές μπορεί να τύχει να ‘ναι ο καθένας σπίτι του και, μιλώντας στο τηλέφωνο ή ανταλλάσσοντας μηνύματα, το ένα να φέρει το άλλο κι όπως είμαστε στα καλά καθούμενα να βρεθούμε να διαφωνούμε; Κι εκεί που περιμένεις να ακούσεις τη φωνή του άλλου, ξαφνικά σου κλείνει το τηλέφωνο και μένεις με το κινητό κολλημένο στο αφτί να ακούς τον χαρακτηριστικό ήχο και μετά την απόλυτη σιγή.

Κάπου εκεί κι εσύ τα παίρνεις. Τα παίρνεις που είχε το θράσος να στο κλείσει στα μούτρα, που δε σε άφησε να πεις αυτά που είχες να πεις, και που, τέλος πάντων, με ποιο δικαίωμα αφήνει την κουβέντα στη μέση, και πώς στο καλό περιμένει να αντιδράσεις εσύ μετά από αυτό. Και ξεκινάς να καλείς πίσω ασταμάτητα, χωρίς αποτέλεσμα, και στέλνεις μηνύματα πληκτρολογώντας λες και τα δάχτυλά σου έχουν αυτόματο μηχανισμό, γράφοντας ολόκληρες παραγράφους σε δευτερόλεπτα.

Τσεκάρεις την οθόνη του κινητού κάθε ενάμιση λεπτό περιμένοντας να δεις μια απάντηση, κι όσο αυτή αργεί άλλο τόσο εσύ φορτώνεις. Μέχρι που ακούς τον γνωστό ήχο της λήψης ενός μηνύματος και βλέπεις επιτέλους την οθόνη να φωτίζεται. Το αρπάζεις με το φρύδι σηκωμένο στον Θεό, διαβάζεις το περιεχόμενο, τέσσερις λέξεις όλες κι όλες.

«Είμαι απ’ έξω. Βγες!». Ξαφνικά το πρόσωπό σου μαλακώνει. Μαλακώνεις κι εσύ. Μπορείς να λάβεις καλύτερο μήνυμα από αυτό μετά από έναν τσακωμό; Νομίζω πως όχι. Όσο θυμωμένος και να ‘σαι, κυρίως αν μιλάμε για μια μικρή παρεξήγηση ή επιπολαιότητα της μιας στιγμής, βλέποντας αυτά τα λόγια ο εκνευρισμός σου κάπως θα καταλαγιάσει.

Ίσως γιατί αυτή η κίνηση σου δείχνει να καταλάβεις ότι ο άλλος σε νοιάζεται αρκετά. Τόσο ώστε να παρατήσει οτιδήποτε κι αν κάνει εκείνη τη στιγμή για να ‘ρθει να σε βρει από κοντά, αντί να περιμένει να λυθεί το πρόβλημα μέσω ενός τηλεφώνου. Ίσως γιατί θέλει να σε κοιτά στα μάτια όταν θα σου λέει πως όλα αυτά είναι ανούσια και δεν αξίζει να χαλιέστε για κάτι τέτοια. Μπορεί, πάλι, να θέλει απλά να σου πει ένα «Σε θέλω, ρε γαμώτο» και να σου σκάσει ένα φιλί.

Αν πάλι εμείς είμαστε αυτοί που κλείνουμε κατάμουτρα το τηλέφωνο στον άλλο και τον αγνοούμε επιδεικτικά, χωρίς να απαντάμε στις συνεχόμενες κλήσεις του, μόλις δούμε σε γραπτό μήνυμα τη φράση αυτή, κάτι θα σκιρτήσει μέσα μας, κι εννοείται θα κατέβουμε. Γιατί άμα θέλει αυτός μια να μας δει, εμείς θα θέλουμε δέκα, σκεπτόμενοι ότι και το τηλέφωνο του κλείσαμε, και σημασία δεν του δίναμε τόση ώρα κάνοντας μούτρα, κι όμως ήρθε να μας βρει.

Είναι από αυτές τις πράξεις που μπορούν να σε στείλουν απ’ το «δε μας παρατάς, μωρέ» στο «σε αγαπάω, ρε χαζό» μέσα σε μόλις δέκα λεπτά. Λίγο το ‘χεις να έρθει ο άλλος να σε βρει, να σου εξηγήσει και να σου πει αυτά που θέλει από κοντά, γιατί θέλει να ‘ναι σίγουρος ότι θα τα πει κι εσύ θα τα ακούσεις και θα τα κατανοήσεις;

Έτσι κι αλλιώς, δεν είναι λίγες οι φορές που μπορεί να παρερμηνευτούν τα λόγια μας κι άθελά του ο άλλος να καταλάβει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που θέλουμε να πούμε, όπως κι εμείς το ίδιο. Ε, άμα τα παίρνουμε κιόλας κι αρχίζουμε τα μούτρα, τις αναπάντητες και τους εγωισμούς, δε θέλει και πολύ να γίνει το κακό.

Ενώ άμα έχεις τον άλλο μπροστά σου, εσύ τα λες θέλει-δε θέλει να τα ακούσει, κι εσύ τα ακούς, θες-δε θες. Κι έλα που τελειώνει και μια ώρα αρχύτερα ο χαμός. Αν, φυσικά, υπάρχει η θέληση κι η καλή διάθεση για κάτι τέτοιο, αλλιώς άδικος χρόνος και κόπος.

Γι’ αυτό, παιδιά, την επόμενη φορά που θα ‘ρθετε αντιμέτωποι με μια τέτοια κατάσταση, δεν είναι ανάγκη να περιμένετε το μήνυμα να ‘ρθει, μπορείτε να είστε εσείς αυτοί που θα το στείλετε.  «Είμαι απ’ έξω. Βγες!».

Κι ακόμα και σε περίπτωση που δε βγει ο άλλος, εσείς θα ‘χετε καταλάβει αρκετά.

 

Συντάκτης: Μαρία Ανδρέου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη