Μάρτιος∙ πρώτος μήνας της άνοιξης. Ο καιρός άρχισε να γλυκαίνει λίγο, παρόλο που διατηρεί ακόμη τα σκαμπανεβάσματά του, κι η μέρα μεγάλωσε, ήδη διαρκεί περισσότερο κάνοντάς μας όλους να θέλουμε να μείνουμε για λίγο ακόμη έξω.

Με τη δύση του ήλιου ξεκινά η πόλη να γεμίζει από κόσμο και να αποκτά έναν παλμό διαφορετικό από πριν. Κι εκείνη ακριβώς είναι η ωραιότερη ώρα για μια βόλτα! Ίσως να φταίει και λίγο το σούρουπο κι η μαγεία του ουρανού, γιατί μπορεί να τον ονόμασαν γαλάζιο, μα δες πόσα χρώματα αλλάζει μέσα σε λίγα μόλις λεπτά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όπου και να βρίσκεσαι, θα χαζέψεις για λίγο το πορτοκαλί και το ροζ και θα χαθείς στις πινελιές τους.

Καθώς περπατάς ανάμεσα στα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης, το δροσερό αεράκι θα σκορπά τα γλυκά αρώματα απ’ τις τριανταφυλλιές μέσα απ’ τις ολάνθιστες αυλές των σπιτιών. Θα δεις τους διάφορους μαγαζάτορες να μαζεύουν για να κλείσουν και τα καφενεία να αδειάζουν σιγά-σιγά, με τους θαμώνες να ανανεώνουν το ραντεβού για το αυριανό τους καφεδάκι.

Στις διάφορες αλάνες είναι η στιγμή που η φασαρία αρχίζει σιγά-σιγά να κοπάζει, καθώς είναι η ώρα του αποχαιρετισμού για τα παιδιά που μαζεύονται εκεί για να περάσουν τα απογεύματά τους. Ακούγεται αραιά και πού ο κρότος απ’ τα χτυπήματα μιας μπάλας και χαμηλόφωνες συνομιλίες. Αν εστιάσεις την προσοχή σου καλύτερα, καθώς περνάς, θα ακούσεις παιδικά κι εφηβικά όνειρα να πλανιόνται στην ατμόσφαιρα.

Στα πιο μικρά πάρκα της γειτονιάς, ακούς ανάμικτες φωνές, ομιλίες, γέλια και φασαρία από ποδήλατα, γαβγίσματα και καροτσάκια. Πιτσιρίκια πάνω στις κούνιες και την τσουλήθρα να χαμογελάνε, μέχρι που να ακουστεί η μουσική απ’ το γνωστό φορτηγάκι και να πατήσουν παύση σε όλα. Θα τους βρεις όλους μαζεμένους μπροστά απ’ το παγωτατζίδικο, φωνάζοντας «βανίλια, φράουλα, σοκολάτα».

Κατευθύνεσαι στον καινούργιο πεζόδρομο, σχεδόν δίπλα απ’ τη θάλασσα, κοντά στο λιμανάκι. Ο συνδυασμός του πράσινου και του γαλάζιου κι η εικόνα από τα φωτισμένα μικρά καραβάκια, σε κάνει να νιώθεις λες κι είσαι αλλού, μακριά απ’ το σπίτι σου, έξω απ’ τον καθημερινό σου κόσμο. Άνθρωποι ερωτευμένοι περπατούν πιασμένοι απ’ το χέρι, φίλοι τρέχουν παρέα, κι ίσως πιο κάτω μια οικογένεια να απολαμβάνει τη βόλτα της.

Μέχρι να σου αποσπάσει την προσοχή ο θόρυβος απ’ τα ροδάκια στις ράμπες. Πόσο γουστάρω τα παιδιά με τα πατίνια! Νιώθω ότι κάνουν κάτι πολύ δικό τους, λίγο μακριά απ’ τα συνηθισμένα. Έχουν το σακίδιό στους ώμους και το πατίνι στο χέρι, φοράνε το καπέλο τους και ξεκινάνε τα κόλπα σε σκαλιά κι άδειες κούτες.

Μου δίνουν την εντύπωση πως οι περισσότεροι από αυτούς θα μπορούσαν να ανήκουν σε ‘κείνους που κάνουν και τα graffiti στους τοίχους. Όχι εκείνα τα «σ’ αγαπώ, Μαρία» ούτε τα μικρά στιχάκια έξω απ’ τα καταστήματα. Εκείνα τα πραγματικά έργα τέχνης, που δίνουν χρώμα στο τόσο γκρίζο, κι είναι άξιο απορίας πώς καταφέρνουν με τόση σχολαστικότητα και λεπτομέρεια να ζωγραφίζουν με spray, και μάλιστα κάποιες φορές σε τόσο ψηλά κτήρια.

Αν τύχει να καταλήξεις για περπάτημα σε μια παραλία, πάρε μια βαθιά αναπνοή κι απόλαυσε τη στιγμή. Εκεί, μακριά από θόρυβο και καυσαέρια, κοιτώντας το άπειρο του ουρανού και της θάλασσας, θα καθαρίσει και το μυαλό σου. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί βρίσκουν καταφύγιο εκεί για να σκεφτούν και να ηρεμήσουν. Το πιο πιθανόν είναι ότι θα βρεις αρκετό κόσμο εκεί στο τέλος μιας κουραστικής μέρας.

Αρχίζει να σκοτεινιάζει πια και τα πρώτα φώτα ανάβουν πάνω απ’ την πόλη. Η μουσική ακούγεται ελαφρώς πιο δυνατά απ’ τα νυχτερινά μαγαζιά, καθώς αρχίζουν να γεμίζουν με κόσμο. Στις ταβέρνες φθάνουν οι πρώτοι μεζέδες που θα συνοδέψουν το τσίπουρο και το κρασί που γεμίζουν ήδη τα ποτήρια, ενώ οι μυρωδιές απ’ τα νόστιμα φαγητά ξεχειλίζουν απ’ τα παράθυρα των νοικοκυριών, τα οποία αρχίζουν να κατεβάζουν ρολά ένα προς ένα.

Κι εσύ βρίσκεσαι κάπου στη μέση, να μην ξέρεις τι ακριβώς θέλεις να κάνεις. Να πας για μια μπίρα, ή στη μαμά να φας σπιτικό φαγητό, να πάρεις την κιθάρα σου και να κάτσεις στην άμμο παρέα με τα αστέρια ή να βγεις με το παρεάκι για ξίδια; Είναι μαγεία αυτή η πόλη! Έχεις ένα σωρό διαφορετικές επιλογές και τόσα πράγματα που μπορείς να κάνεις καθημερινά, το μόνο σίγουρο είναι ότι δε βαριέσαι ποτέ.

Για σήμερα, όμως, θα ανέβω εκεί στον μικρό λόφο, που έχω σαν το δικό μου ησυχαστήριο, τον χώρο διαφυγής, να θαυμάσω τη φωτισμένη πόλη από ψηλά και να ονειρευτώ. Γιατί αυτή η πόλη δε θα μας αφήσει ποτέ άδειους, πάντοτε θα μας γεμίζει όνειρα.

Συντάκτης: Μαρία Ανδρέου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη