Ένα τηλέφωνο. Αυτό μας συνδέει κι αυτό μπορεί πολύ εύκολα να μας χωρίσει. Δυο συσκευές που ενώθηκαν όπως εμείς δεν καταφέραμε ποτέ.

Μια επαφή είσαι για μένα, όχι καθημερινή, ούτε από εκείνες που απολαμβάνω τα βράδια στο κρεβάτι μου. Είσαι ένας αριθμός που έχω αποθηκεύσει με το μικρό σου για να μην παίρνω και πολλά θάρρητα. Κι αν με ρωτήσεις αν εκείνες οι λίγες και σκόρπιες λέξεις μπορούν ν’ αντικαταστήσουν ένα χάδι, ένα κοίταγμα στα μάτια και μια αγκαλιά, σίγουρα όχι, μα η επιλογή είναι να διαγράψω το νούμερό σου και να μην επικοινωνήσουμε ξανά. Μα τι λέω η χαζή, ποιον προσπαθώ να πείσω; Νομίζεις δεν το έκανα τόσες και τόσες φορές; Αφού το ‘χω μάθει πια απ’ έξω, ώστε να λειτουργεί το μυαλό μου σαν δικλείδα ασφαλείας σε περίπτωση που πάθει κάτι το κινητό και το backup τα έχει φτύσει.  Απ’ το κεφάλι μου το νούμερό σου ξέρεις κάναν τρόπο να το σβήσουμε;

Είσαι μια επαφή τόσο προσωπική και συνάμα τόσο απρόσωπη. Μια καλημέρα διαφορετική από εκείνες τις αγουροξυπνημένες και κάτι φιλάκια που αν δεν τα δώσεις με γλύκα και πάθος, πώς περιμένεις να δημιουργήσουν ένταση; Θα ‘θελα να ‘σουν πολλά παραπάνω από ένα άτομο που επικοινωνούμε συχνά. Θα ‘θελα να τα λέγαμε αυτά που λέμε δια ζώσης κι ακόμα περισσότερα. Εκείνα που φοβάμαι να σε ρωτήσω, που χρειάζεται να επαναδιατυπώσω, γιατί όταν τα ξαναδιαβάζω αγχώνομαι μήπως και παρερμηνευτούν, εκείνα που δε βρίσκω τις κατάλληλες λέξεις για να τα ρωτήσω και χρειάζομαι μονόλογο ολόκληρο μέχρι να μπω στο θέμα, θα ‘θελα να στα πω τη στιγμή που θα σταθείς απέναντί μου.

Το αγαπώ και το μισώ το κινητό. Το αγαπώ, γιατί αν αυτό δεν υπήρχε σε αυτή τη φάση θα είχες εξαφανιστεί κι εσύ. Απ’ την άλλη όμως ίσως και να ‘ταν για καλό να έβαζε κάποιος άλλος φρένο σ’ αυτή την επικοινωνία, αφού ο χρόνος έχει δείξει πως δεν μπορώ να το κάνω εγώ. Ανάμεικτα τα συναισθήματα πια όταν πληκτρολογώ. Τι σημασία έχει εξάλλου πώς νιώθω όταν ο μόνος αποδέκτης του πρόκειται να ‘ναι η οθόνη; Αυτή η ίδια οθόνη με ‘χει δει να κλαίω για σένα, να χαμογελάω όταν μου λες κάτι γλυκό, να κοκκινίζω όταν πρόκειται να σου στείλω κάτι πονηρό. Αν ήταν φιλαράκι μου, στα σίγουρα θα ‘χει έρθει να με πάρει μια μεγάλη αγκαλιά, να μου φωνάξει «είμαι εδώ για σένα», μα στέκει σιωπηλή παρατηρητής, χωρίς να μπορεί καν να μου πει να μην πατήσω επιτέλους εκείνο το κουμπί της αποστολής, μπας και ξεμπλέξουμε μια ώρα αρχύτερα εμεί οι δύο.

Έλα να ρίξουμε τα κινητά μας δήθεν τυχαία στο πάτωμα, να μαζευτούμε να τα κλάψουμε παρέα και να τους πάρει μια βδομάδα ν’ αντικαταστήσουν τη σπασμένη οθόνη. Μόνο τότε μπορεί να πάψουμε να κρυβόμαστε πίσω απ’ τα απρόσωπα, μόνο αν δεν είναι πια επιλογή και πρέπει να βρούμε άλλον τρόπο να τα πούμε. Έσκασα πια να γράφω, με κούρασαν οι λέξεις που βλέπουν πρώτα τα μάτια και μετά τα δικά σου. Θέλω να ξεστομίσω εκείνα που δε θα καταφέρω να φιλτράρω, που απ’ το μυαλό μου θα φτάσουν στ’ αφτιά σου σε μια στιγμή.

«Πότε θα βρεθούμε;», πληκτρολογώ. Ας έχει η απάντηση μονάχα μέρα, μέρος κι ώρα και θα ‘μαι τρισευτυχισμένη…