Γράφει η Χ..

Θέλω να θυμηθώ πώς ήταν στην αρχή. Προσπαθώ να θυμηθώ, αλλά δεν μπορώ. Συνήθιζα όσο ήμασταν μαζί να φέρνω μια ανάμνηση στο μυαλό μου και να τη ζω. Κατάφερνα μέσα από μια ανάμνηση να νιώσω όπως ένιωθα εκείνη τη δεδομένη στιγμή, σαν να ξαναζούσα το ίδιο γεγονός από την αρχή. Τώρα προσπαθώ να θυμηθώ, άλλα δεν μπορώ. Φέρνω τη στιγμή που θέλω στο μυαλό μου κι αυτή χάνεται. Κι όποια δε χάνεται είναι θολή, ξεθωριασμένη, δε μου επιτρέπει να γίνω μέρος της, παρά μόνο να τη βλέπω από μακριά και να μην αισθάνομαι.

Δεν είμαι σίγουρη γιατί συμβαίνει αυτό. Ίσως να είναι πολύ φρέσκο και να μη βλέπω καθαρά ακόμη. Ή ίσως η δύναμη της επιλεκτικής μνήμης. Αν το σώμα μου θέλει να με προστατεύσει γιατί να μην το αφήσω; Μα στάσου λίγο. Αν δεν μπορώ να θυμηθώ, αν ξεχάσω όλα όσα είπαμε μαζί, όλα όσα κάναμε, όλα όσα νιώσαμε, τότε πώς θα είμαι έτοιμη για την επόμενη φορά; Πώς θα μπορέσω να προστατεύσω τον εαυτό μου από τον κίνδυνο, αν η μνήμη μου αδυνατεί να τον δει γι’ αυτό που είναι;

 

 

Από την άλλη γιατί να σε βλέπω σαν κίνδυνο; Δε μου έκανες κάτι. Τουλάχιστον όχι κάτι σοβαρό, θα το θυμόμουν. Ή όχι; Δε θυμάμαι. Το ότι με πλήγωσες μετράει; Ή θα έπρεπε να είχες κακή πρόθεση; Τι πρόθεση είχες; Δε θυμάμαι. Δεν ήθελες να γίνει έτσι. Υποθέτω, επειδή δε θυμάμαι. Δε θέλω να σε αδικήσω. Φοβάμαι. Φοβάμαι ότι επειδή δε θυμάμαι, δε θα δω τις ομοιότητες. Φοβάμαι ότι θα νομίζω πως ζω κάτι καινούριο. Κι αν ο μόνος λόγος που προχωράμε στη ζωή είναι επειδή ξεχνάμε, τότε πόσο αληθινά είναι αυτά που νιώθουμε; Πόσο αληθινό είναι κάτι που υπάρχει μόνο επειδή υπάρχει λήθη;

Περίμενε, δώσε μου λίγα λεπτά, σίγουρα μπορώ να θυμηθώ.

Θυμάμαι πώς γνωριστήκαμε. Θυμάμαι να μιλάμε. Θυμάμαι ξαφνικά να πηγαίνει αλλού το πράγμα. Θυμάμαι να φοβάμαι και τότε. Θυμάμαι πράγματα που πάω να γράψω ότι θυμάμαι και ξεχνάω. Όλο και κάποιο ιδιαίτερο κομπλιμέντο θα υπήρξε. Σίγουρα. Αλλά όχι, δε θυμάμαι. Δε θυμάμαι τι μου είπες. Αυτό σημαίνει ότι αν μου το πει και ο επόμενος θα χαρώ να το ακούσω, θα νιώσω όμορφα, θα νομίζω ότι το άκουσα πρώτη φορά; Δε θυμάμαι πως ήταν η πρώτη φορά που με άγγιξες. Άραγε όταν θα με αγγίξει θα καταλάβω τη διαφορά ή θα αφεθώ στην αίσθηση του καινούριου; Δε θυμάμαι πώς είπα στους γονείς μου για σένα. Θα το κάνω με τον ίδιο τρόπο; Εκείνοι θα συγκρίνουν αυτό που δεν μπορώ εγώ; Δε θυμάμαι την πρώτη φορά που ζήλεψα. Δε θυμάμαι την πρώτη φορά που τσακωθήκαμε και δε θυμάμαι τον λόγο. Ξέρω ότι με έκανες να νιώσω καλά μετά, δε θυμάμαι όμως πώς.

Δε θυμάμαι πότε σε κοίταξα σαν να είσαι ο άνθρωπός μου. Σίγουρα το έκανα όμως. Νομίζω. Δε θυμάμαι. Ίσως δεν το ’κανα ποτέ. Δε θυμάμαι τι σου είπα εκείνη τη μέρα που τρώγαμε θυμωμένοι στο εστιατόριο κοντά στο σπίτι σου. Δε θυμάμαι τι τρώγαμε. Δε θυμάμαι τις φορές που γέλασα, ενώ ξέρω ότι υπήρξαν. Δε θυμάμαι πότε χάσαμε τη μάχη. Δε θυμάμαι τι σχεδίαζα μέρες να σου πω. Δε θυμάμαι γιατί δε στο ‘πα. Δε θυμάμαι, όμως εσένα σε θυμάμαι. Θυμάμαι ότι ένιωθα πως σε ξέρω. Δε θυμάμαι πώς είναι να το νιώθεις αυτό.

Εσύ από μένα, αναρωτιέμαι, θυμάσαι;

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου