Γράφει η Μαίρη Πάνου.
Πέρασαν μόνο δυο χρόνια μακρυά σου και ειναι σαν να πέρασαν εκατόν δύο.
Μέσα σ’αυτά τα χρόνια, έζησα πράγματα που θα ζούσα σε μια δεκαετία.
Γνώρισα άλλους φίλους, είχα πολλούς γκόμενους, άλλαξα σπίτι, δουλειά, συνήθειες, χομπυ απέκτησα σκύλο και γάτες, μηχανάκι, πάχυνα, αδυνάτισα, ξάνθυνα, έγινα αγνώριστη, έγινα καριερίστρια, έγινα άλλη, έγινα ξένη.
Σε όποιον και να έλεγα για τη σχέση και το χωρισμό μας, πάντα μου έλεγε ότι είχα δίκιο, ότι πολλά άντεξα, όλοι αναρωτιούνται πώς επέτρεψα τέτοιο άδειασμα και πώς κατάφερα να σε συγχωρήσω.
Τα είχα φτιάξει τόσο ωραία όλα, ήσουν υπεύθυνος για το τέλος, καταδικασμένος για πάντα.
Και η αλήθεια είναι ότι με πούλησες, όταν μου έλεγες για χρόνια να σε περιμένω να έρθεις, να ζησουμε μαζί και δεν ήρθες ποτέ, όταν παραδέχτηκες ότι ποτέ δεν θα ερχόσουν.
Αλλά δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έτοιμοι για να υπερβούν τους φόβους τους, δε μπορούν πραγματικά να ξεφύγουν από τη συνήθεια της μοναξιάς τους.
‘Ισως υπάρχει τελικά και το «δε μπορώ» εκτός από το «δεν θέλω».
Ήθελα να σε σώσω εγώ η Τέλεια, αλλά δεν ήθελες να σωθείς.
Πέρασε ο καιρός, σε μίσησα, σε συγχώρησα, μου έλειψες, σε βρήκα ξανά, σε νοιάστηκα, σε ξανάφησα να κρυφτείς στη μοναξιά σου και δεν σε περιμένω πια, ούτε έχω μέσα οργή, παρά μόνο αγάπη.
Ό,τι μπορεί να ζήσει κάποιος σε μια σχέση, το έζησα μαζί σου και ό,τι μπορούσα να κάνω για να ξεχαστώ, το έκανα.
Η πιστή Πηνελόπη που τελικά πήγε με όλους τους μνηστήρες.
Να ξέρεις όμως πως όταν μου τηλεφωνείς, ναι μεν περνάω ωραία, αλλά δε θα χρειαζόταν να κάνω τίποτα από όλα αυτά που καλύπτουν το κενό σου, αν ήσουν εδώ.
Όταν μου λες τα νέα σου, ελπίζω να ξανακούσω να μου λες εκείνο το ψέμα «δεν αντέχω άλλο εδώ, τα παρατάω όλα κι έρχομαι» και στεναχωριέμαι όταν ακούω ότι την παλεύεις και ότι συνήθισες μόνος σου.
Ομολογώ ότι σε ψάχνω, ασυνείδητα μεν, αλλά σε ψάχνω και δεν σε έχω βρει πουθενά.
Σε κανένα φιλί, σε κάνένα βλέμμα, σε κανένα σώμα, σε κανένα αστείο, σε καμιά εκδρομή, σε καμιά ψυχή δεν καταδέχεσαι να μπεις.
Όλα είναι στο μυαλό, το ξέρω, αλλά τους έχεις κερδίσει όλους ρε άτιμε.
Και δεν είναι μόνο το ανολοκλήρωτο και το τέλος που δεν είδα, ούτε καν το γαμώτο.
Είναι ότι πρέπει να συμπληρωθεί το παζλ κι εσύ κρατάς όλα τα κομμάτια.
Είναι το παράπονο.
Που είσαι να με προσέξεις;
Και το σώμα, εξακολουθεί να θυμάται.
Που είσαι, να με σφίξεις στην αγκαλιά σου, όταν γυρίζω πτώμα από τη δουλειά;
Που είσαι να κοιμηθούμε αγκαλιά και να λιώσουμε από έρωτα;
Βαρέθηκα όλη τη σαπίλα εκεί έξω!
Πώς να τα καταφέρω όλα μόνη μου, χωρίς εσένα δίπλα μου;
Είναι το καλοκαίρι που δεν λέει να έρθει;
Και να ‘ξερες πόσα κοχυλια σου ‘χω μαζέψει.
Έλα, να με θάψεις στην άμμο και να γελάμε.
Αλλά μέχρι τότε, έλα να με ξεθάψεις. Παρατράβηξε το αστείο.