Γράφει η Άννα Π.

 

Ποτέ μου δεν τους άντεχα τους χωρισμούς. Ποιος τους αντέχει, θα μου πεις. Δυο ζωές που μέχρι πρότινος ήταν μία, πρέπει να ξεχωρίσουν αγκαλιές, συνήθειες και παρέες και να τραβήξει ο καθένας  το δρόμο του. Να περνάνε οι ώρες και να αναρωτιέσαι αν είναι αιώνες, να περνάνε οι μέρες και να λες ψέματα στον εαυτό σου για να μη σαλτάρεις. Είναι οριστικό ή δεν είναι; Με σκέφτεται καθόλου ή περνάει καλύτερα χωρίς εμένα; Να κυλάει ο χρόνος και να ζυγίζεις τις αποφάσεις σου διπλά και τριπλά, μέχρι να βεβαιωθείς πως δεν έπαιξες το λάθος χαρτί.

Σε πλήγωσα, το ξέρω. Είπα βαριές κουβέντες, αλλά με ξέρεις, τέτοια είμαι, γλωσσού. Αυτό δε μου έλεγες πάντα;  Κι εσύ όμως δεν πήγες πίσω. Τη μια χοντράδα μετά την άλλη μου αμόλησες, τι ήθελες να κάνω, να σκύψω το κεφάλι; Τόσο πεισματάρηδες κι οι δυο, απορίας άξιον πώς αγαπηθήκαμε τόσο πολύ. Αγαπηθήκαμε λέω, παρελθοντικός χρόνος. Τους έκοψα τους ενεστώτες μαζί σου. Απ’ το πείσμα μου ή απ’ το γινάτι σου, ιδέα δεν έχω. Έτσι σκατά που τα κάναμε όμως δεν έχει άλλα «τώρα» για εμάς.

Καλά είμαι κι έτσι, δε λέω. Έχω συνηθίσει να ξυπνάω χωρίς τις καλημέρες σου, να κοιμάμαι χωρίς να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά και να πηγαινοέρχομαι στη δουλειά χωρίς να νοιάζεται κάποιος τι έφαγα για μεσημεριανό. Πέρασε ο καιρός και πια δε μου φαίνεται δύσκολο που βλέπω μόνη μου την αγαπημένη μας σειρά, που δεν μπορώ να αλλάξω μια λάμπα χωρίς να προκαλέσω γενικό μπλακ άουτ, και που δεν είσαι εδώ να με πείσεις πως όλα τα άσχημα περνάνε με λίγη υπομονή.

Φαντάζομαι συνήθισες κι εσύ χωρίς τη φασαρία μου. Συνήθισες να απλώνεσαι στο κρεβάτι σου χωρίς να αναρωτιέσαι πώς έπιανα τόσο χώρο μισό μέτρο άνθρωπος. Συνήθισες να μυρίζουν τα σεντόνια σου ξένα αρώματα και να ξενυχτάς άσκοπα μοιράζοντας το μεθυσμένο σου εαυτό εδώ κι εκεί.  Συνήθισες να μη σε περιμένω να γυρίσεις απ’ τη δουλειά με απολογητικό βλέμμα που πάλι πίτσα θα έτρωγες για βραδινό. Συνηθίσαμε, γενικά, έτσι δεν είναι;

Δηλαδή, τί; Σιγά το πράγμα. Δεν έχασα και τίποτα σπουδαίο. Από το να μου τρως τη ζωή με τα μούτρα που κατέβαζες συνέχεια μέχρι το πάτωμα, καλύτερα έτσι, στην ησυχία μου. Όρεξη σε είχα. Άλλο που είναι φορές που με τρώει το χέρι μου να πληκτρολογήσω τον αριθμό σου, για να σου πω κάτι αστείο που έγινε στη δουλειά ή να σε κοροϊδέψω που η ομάδα σου πηγαίνει κατά διαόλου. Ξέρεις, δεν υπάρχεις ούτε σαν επαφή στο κινητό μου, τόσο αδιάφορος μου είσαι. Άλλο που θυμάμαι το τηλέφωνό σου απ’ έξω, τι σημασία έχει αυτό; Τόσοι μήνες περάσανε.

Συνήθισα χωρίς τα πεταμένα σου ρούχα, συνήθισες κι εσύ χωρίς την τρελή. Συνηθίσαμε, αλλά αυτό δε μου λέει κάτι. Ξέρεις και ξέρω πως αν κάποιου ο εγωισμός έμπαινε στο αθόρυβο έστω για λίγο, τώρα θα βλέπαμε ταινία αγκαλιά και θα χαζομαλώναμε που πάλι γέμισες το σαλόνι με ψίχουλα. Μου έλειψε να μαλώνουμε, μου έλειψες κι εσύ, μου έλειψαν και τα ψίχουλά σου, ρε γαμώτο.

Ψέματα σου είπα τελικά, δε συνήθισα. Δεν είναι ωραία χωρίς εσένα, όλα σκατά. Τι νόημα έχει να σου κρύβομαι; Να τη χέσω και την ανεξαρτησία μου, και τα κωλοξενύχτια, κι όλους αυτούς τους ξέμπαρκους που προσπαθούν να πάρουν τη θέση σου. Εσένα θέλω, και φοβάμαι μήπως  αυτό δεν είναι αρκετό για να σε φέρει πίσω.

Σε κατηγορώ σε όλους για εγωισμό και δειλία, και τελικά είμαι χειρότερη από ‘σένα. Θέλω ξανά να με εκνευρίζεις, να με θυμώνεις, να μου κεντρίζεις το ενδιαφέρον έτσι όπως μόνο εσύ ξέρεις. Θέλω να είμαι δική σου, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, όσο ηλίθια κι αν με κάνει να φαντάζω. Θέλω να είσαι εδώ, τόσο δύσκολο είναι;

Τι ώρα είναι; Αργά σίγουρα. Μήπως κοιμάσαι; Να σου πω κάτι; Χέστηκα κιόλας. Απόψε θα κοιμηθείς εδώ. Το πήρα απόφαση.

 

Επιμέλεια Κειμένου Άννας Π.: Πωλίνα Πανέρη