Λένε πως η απόσταση είναι εχθρός ορκισμένος των απανταχού ερωτευμένων κι ευτυχισμένων ζευγαριών. Λένε πως τα χιλιόμετρα είναι αριθμοί ικανοί να διαλύσουν, να σπάσουν σε κομμάτια αυτό που δυο άνθρωποι πάσχισαν να βαφτίσουν απόλυτο, παντοδύναμο, ή και άθραυστο. Λένε πως τα αεροδρόμια, τα λιμάνια και οι σταθμοί του ΚΤΕΛ έχουν τη δυνατότητα να μεταμορφώνονται από μέρος αγαπημένο σε μέρος μισητό κι όλο αυτό σε απόσταση λίγων μόνο ημερών, όσο κρατάνε δηλαδή οι στιγμές από το «καλώς ήρθες» στο «θα μου λείψεις». Με όλα αυτά λοιπόν που με τόσο πάθος δηλώνονται, δεν καταλαβαίνω, μάτια μου, πώς δε μας τρομάζει ο χρόνος που έρχεται, που θα είμαι εγώ εδώ παρούσα στη ζωή μας, κι εσύ αλλού, να δηλώνεις παρουσία μέσα από οθόνες και πληκτρολόγια.

Δεν καταλαβαίνω γιατί δε μας περνάει καν σαν σκέψη πως μπορεί και να μην τα καταφέρουμε. Πως μπορεί σε στιγμές που θα λείπει ο ένας στον άλλον να ψαχτούμε να βρούμε συντροφιά αλλού, ή πως αυτές οι 365 ημέρες (ή αν είμαστε ακριβείς, οι 372 και λίγες ώρες) που δε θα μπορούμε να βλέπουμε πάντα την έκφραση στο πρόσωπο του άλλου τη στιγμή που μοιράζεται όσα έγιναν μέσα στην ημέρα του, ίσως είναι αρκετές για να ξεμάθουμε να αγαπιόμαστε. Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται, όχι επειδή νιώθω πως θα ήταν το λογικό, μα κυρίως επειδή όλοι οι άλλοι αυτά ακριβώς μοιάζει να σκέφτονται όταν τους λέμε τι ετοιμαζόμαστε να ζήσουμε. Και είναι αλλόκοτο.

Όταν γνωριστήκαμε κομμάτι του τι ερωτεύτηκα πάνω σου ήταν η ταξιδιάρικη ψυχή σου. Τα μάτια σου που όταν άκουγαν για άλλες ηπείρους και νέα αεροδρόμια έπαιρναν τη λάμψη που παίρνουν κι αυτά ενός μικρού παιδιού όταν ακούει για μια παιδική χαρά της οποίας την τσουλήθρα δεν έχει ανακαλύψει ακόμα. Πόσο λογικό θα ήτανε λοιπόν από μεριάς μου να γυρίσω τώρα να σου πω πως αυτή η λάμψη με ενόχλησε ή κάπως με ξεβόλεψε από το παραμυθάκι του έρωτα που όταν έρθει παραμερίζει τα πάντα όλα κι ανεβαίνει στο βάθρο του χρυσού; Πόσο λογικό θα ήταν στο όνομα μιας καψούρας -της δικής μας- να σου ζητήσω να παραμερίσεις εκείνη που προϋπήρχε μέσα σου κι ερχότανε πακέτο με μια συλλογή από σφραγίδες σε διαβατήρια;

 

 

Όταν γνωριστήκαμε, μου είπες πως κομμάτι του τι ερωτεύτηκες σε εμένα ήταν η σταθερότητά μου. Ο έρωτας που είχα για τον τόπο μου και το πώς μέσα σε ένα βουνό, αυτό που βλέπω από το παράθυρο του δωματίου μου, κατάφερα να χωρέσω την ομορφιά του Ολύμπου, των Ιμαλαΐων και του Έβερεστ μαζί. Μου είπες πως σε συνάρπασε το πάθος για τη δουλειά μου και το πώς μπορούσα να σου μιλάω για αυτήν ώρες ολόκληρες χωρίς να κουράζομαι. Καθώς και το πως οι υπερωρίες που συχνά πυκνά έπρεπε να κάνω δεν έμοιαζαν να με κουράζουν μα να με πεισμώνουν και να με κάνουν να θέλω να γίνω καλύτερη. Πόσο λογικό θα ήταν λοιπόν κι από μεριάς σου να μου ζητήσεις τώρα όλα αυτά να τα αφήσω πίσω, για να ακολουθήσω ένα δικό σου όνειρο;

Κι απ’ την άλλη, από τη στιγμή που ο έρωτας ήρθε και ήταν αμοιβαίος, ποια η λογική στο να ζητήσουμε να τον διακόψουμε απλώς και μόνο επειδή τα μεταξύ μας όνειρα δεν έδεναν; Παράλογο θα ήταν, όπως παράλογο θα ήταν και το να δεχτούμε να μείνουμε στη φάση μας με γκρίνια και με φόβο για το αύριο. Να σου πω κάτι; Το αύριο θα έρθει, δεν το γλιτώνουμε. Αν έρθει και θελήσει να μας φέρει κάτι από τους φόβους των άλλων, ας είναι. Τουλάχιστον θα έχουμε ζήσει το ενδιάμεσο ήσυχα και ταυτόχρονα απόλυτα. Αν πάλι έρθει κι αποφασίσει να μη μας φέρει τίποτα απ’ όλα αυτά και να μας στέψει νικητές στην ιστορία μας, τότε να ξέρεις μετράω αντίστροφα. 372 και σήμερα.

Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη