Γράφει η Μαρία Κουσαντάκη

Και ξανάρχεσαι. Πάλι. Μετά από καιρό. Μετά από την πρώτη μας παγωμένη συνάντηση. Χωρίς να ξέρω γιατί. Χωρίς να με νοιάζει καν. Μου αρκεί που κάπως, για κάποιο λόγο, βρέθηκαν ξανά οι δρόμοι μας. Εξάλλου, το τότε μόνο μπαλωμένες στιγμές είχε.

Κάθε φορά που σε κοίταζα, διάβαζα και λίγο το πρόσωπό σου. Διάβαζα τι σημαίνεις γι’ εμένα.  Όταν σε έβλεπα να χαμογελάς, χαμογέλαγα κι εγώ μέσα μου. Ναι, έχεις δίκιο, ίσως έπρεπε να χαμογέλαγα φανερά. Όμως φοβόμουν μήπως με αυτό το χαμόγελο φοβόσουν εσύ. Και φόβος στο φόβο γέννησαν την ανυπαρξία. Ανυπαρξία στις υπάρξεις μας.

Φόβος και πάθος. Κοίτα, ακόμα κι ο τρόπος που γράφω αυτές τις αράδες εκδηλώνει το φόβο ενός πιθανού «εμείς». Γράφω σε χρόνο παρελθοντικό, σαν να φοβάμαι να αγγίξω κάτι δικό μας. Σαν κι εγώ να το παγώνω και στολίζοντάς το με λίγες λέξεις και σκέψεις, να το αφήνω να γίνει ανάμνηση. Ίσως γιατί η τόσο έντονη σιγουριά μου για εμάς, να με κάνει να μην μπορώ να αντιμετωπίσω ένα ενδεχόμενο τέλος. Αλλά κυρίως το τέλος μιας αρχής που δεν ωρίμασε ποτέ, το τέλος μιας αρχής που καλά-καλά δε γεννήθηκε.

Σου φώναζα να αφήσουμε το τι έγινε στο παρελθόν, κάνοντας μία νέα γνωριμία απ’ την αρχή. Και τελικά ήμουν εγώ εκείνη που στεκόταν στο τότε. Στο πρόσωπο που είχες συναντήσει εσύ τότε. Στα λάθη που κάναμε, στις κινήσεις που δε θα έκανα –ενώ ήθελα– από φόβο μη θυμηθείς το παρελθόν.

Και τελικά, γυρίσαμε ξανά εκεί. Και το τίποτα βγήκε. Κι όσο προσπαθούσα να σε πλησιάσω, τόσο απομάκρυνα παράλληλα τον εαυτό μου από ‘σένα. Κι όσο άφηνες κάτι δικό σου πάνω μου, τόσο ήθελα να σε μάθω. Εσένα, με το παρελθόν, τα λάθη και τις ατέλειές σου. Αλλά και ‘σένα, με το τώρα σου, τα σωστά και τα όμορφά σου.

Δε σου ζήταγα κάτι. Και ποιο θα ήταν άλλωστε το νόημα; Δε ζήτησα τίποτα από ‘σένα. Κι όμως, πόσα μικρά εν δυνάμει πιθανά «πάντα» κρύβονταν από πίσω; Δε σου ζητάω τίποτα τώρα, σου λέω, μου λέω, μήπως και μπορέσω να έχω κάτι τελικά.

Φυσικά και σε ήθελα. Δεν στο είπα βέβαια με τρόπο προφανή και κραυγαλέο, ούτε στο έκρυψα κιόλας. Κι όταν λέω σε θέλω, εννοώ θέλω εσένα, το κορμί σου, εσένα τριγύρω μου, εσένα μέσα μου. Το χαμόγελό σου στο πρόσωπό μου και τα μάτια σου να με γδύνουν.

Το δικό μου το «σε θέλω» δε δίνεται παντού. Δίνεται από συνειδητή επιλογή, όχι από ανάγκη. Από επιλογή ανάμεσα σε άλλες επιλογές. Το δικό μου το «σε θέλω» έχει αυτό που εξ’ ορισμού προστάζει η λέξη θέληση. Κι επιθυμία. Έχει αξία, έχει δύναμη, έχει συναίσθημα.

Δεν μπορεί να μην κατάλαβες ότι γεννήθηκε συναίσθημα, που δεν μπορώ να ορίσω, απροσδιόριστο και μετέωρο στο χωροχρόνο μας. Όμως ξέρω καλά να το βιώνω. Ξέρω πως μου έδινε τη θέληση  να σε μάθω, να εξερευνήσω τον κόσμο σου, να χαθώ κάπου μαζί σου. Πως μου δημιούργησε σκέψεις πρόστυχες ερωτικές, αλλά και γλυκές, με φροντίδα, με νοιάξιμο, με έρωτα.

Φυσικά και δεν ήταν μόνο σεξ. Ούτε για ‘σένα. Κάθε φορά έδινα και κάτι από εμένα. Κάθε φορά, όσο σαρκικό, σωματικό, άγριο κι αν ήταν, άγγιζες και κάτι από εμένα κι εγώ από ‘σένα. Το ένιωθα απ’ τον τρόπο που με άγγιζες μετά, κάποιες στιγμές.

Ξέρω καλά και μη με ρωτήσεις πώς, ότι αν αφηνόσουν λίγο περισσότερο σ’ εμένα, θα σε ερωτευόμουν μέχρι τέλους, όπως ξέρω εξίσου καλά, πως αν με γνώριζες καλύτερα, θα ήσουν τρελά ερωτευμένος κι εσύ μαζί μου.

Με τρέλαινε ο τρόπος που δε γνωριζόμασταν μπροστά στους άλλους, και ο τρόπος που μοναδικά υπήρχαμε μαζί όταν ήμασταν μόνο οι δυο μας. Με αναστάτωνε το χέρι σου κάθε φορά που το έβαζες γύρω από τη μέση μου. Ο τρόπος που μου έπιανες τα χέρια ψηλά κι εγώ, αναγκαστικά, αλλά κι ηθελημένα, αφηνόμουν, παρέδιδα τις αισθήσεις μου σε ‘σένα.

Μα πιο πολύ από όλα με αναστατώνουν όσα δεν κάναμε ακόμη, όσα δεν έχουμε ζήσει, όσα δεν έχουμε νιώσει. Με τρελαίνει η εικόνα των σωμάτων μας παγωμένη κάπου, σε έναν καθρέφτη, με εσένα μέσα μου για ώρα, να είμαστε ένα και να αγγιζόμαστε με τόσο πάθος που θα τρέμουν τα κορμιά μας, οι ανάσες μας, και θα τελειώνουμε μαζί. Με τρελαίνει το να με κοιτάς και να χαμογελάμε, να λέμε αηδίες σαν μικρά παιδιά και να γελάμε και μετά να με αρπάζεις και να γινόμαστε ξανά ένα.

Να συζητάμε για ώρες, σε διάφορα μέρη, να πίνουμε χωρίς να μας νοιάζει αν θα μεθύσουμε, γιατί θα καταλήξουμε στο ίδιο κρεβάτι, γιατί έτσι κι αλλιώς μεθάνε οι ανάσες μας μαζί.

Ανάσες που τη στιγμή που βρίσκονται μαζί, λίγο μιλάνε, λίγο παίζουν, λίγο νιώθουν, και με φόβο και πάθος μεθάνε μαζί. Μεθάνε τόσο που τα βήματά τους παραπατώντας αναζητούν τον έρωτα, το πάθος, την τρέλα. Και μέσα στη μέθη τους στήνουν το δικό τους χορό μέσα από μεθυσμένες, κρυφές, φοβισμένες μελωδίες.

Eπιμέλεια Κειμένου Μαρίας Κουσαντάκη: Πωλίνα Πανέρη