Γράφει η Ξένια Μαλτέζου
Τα προσέχεις τα βιβλία σου, τα τοποθετείς με τη σειρά .
Από επική φαντασία μέχρι ρομάντζο να υπάρχει ποικιλία.
Τα ανανεώνεις συχνά, συμπληρώνεις τα ράφια σου ένα προς ένα.
Ατσαλάκωτα και προσεγμένα.
Όπως ακριβώς και τα ράφια της ζωής σου. Βιβλία τακτοποιημένα, το ένα δίπλα στο άλλο.
Παίρνεις αυτό που σου αρκεί και το επιστρέφεις στην θέση του.
Μην επικρατήσει αταξία, εξάλλου δεν την ανέχεσαι.
Το βλέπεις εκείνο το σκάκι που στριμώχνεται ανάμεσα στους τόμους;
Εκείνο που καμουφλάρεται ανάμεσα στους δίσκους μιας άλλης εποχής και τα άλμπουμ της εφηβείας.
Χρυσές και κόκκινες λεπτομέρειες να μοιάζει αντίκα.
Εκείνο που κατεβάζεις από το ράφι μερικές φορές για να παίξεις, απολαμβάνεις την παρτίδα και το επιστρέφεις στην θέση του.
Ανακατεμένα άσπρα με μαύρα πιόνια, αποκόμματα από τον καπνό και στάχτες. Το κουτί κλείνει.
Το ξεχνάς κατά καιρούς, βαριέσαι να παίξεις και το αφήνεις σκονισμένο στο τρίτο ράφι αριστερά.
Εκείνο το σκάκι λοιπόν, είμαι εγώ.
Με κατεβάζεις, με ανοίγεις, με παίζεις.
Με απολαμβάνεις και μερικές φορές λυπάσαι που είμαι σκονισμένη.
Που δεν μπορείς να με χαρείς λίγο παραπάνω.
Σ’ αρέσει το σκάκι.
Όταν θέλεις εσύ όμως, όπως θέλεις εσύ.
Στήνεις το παιχνίδι, όρους και κανόνες, θέλουν δεν θέλουν τα πιόνια θα κινηθούν στους ρυθμούς σου και μόλις κουραστείς θα κόψεις απότομα την παρτίδα. Το κουτί στην θέση του.
Κάπως έτσι και εγώ. Παιχνίδι που βαριέσαι, παρτίδα που αφήνεις μισή.
«Θέλεις να μείνεις; Μείνε. Εγώ αυτός είμαι. Τόσο μπορώ. Μην με πιέζεις. Τα είπαμε.»
Έχουμε το δικαίωμα να κατηγορήσουμε κάποιον επειδή δεν εκπληρώνει τις προσδοκίες μας;
H απάντηση είναι όχι.
Μπορούμε να αναγκάσουμε κάποιον να νιώσει κάτι για μάς;
H απάντηση είναι πάλι όχι.
Μπορούμε όμως να σταματήσουμε να είμαστε το σκάκι στο ράφι του.
Γιατί να στριμώχνομαι για να χωρέσω, αφού δεν μου κάνεις χώρο;
Γιατί να προσπαθήσω;
Τα συναισθήματα είτε εκρήγνυνται, είτε σιγοκαίνε ανάμεσα σε τέφρες.
Και τι να πάρει κανείς από στάχτες; Αν εσύ καις και ο άλλος πέρα βρέχει;
Αναλώνεσαι να κερδίσεις ψίχουλα ενδιαφέροντος και αυτά με το ζόρι.
Επαίτης του αυτονόητου και πιο ανεξέλεγκτου συναισθήματος επί τη γη.
Ποιον κοροϊδεύεις ;
Δεν είσαι αρκετή. Όχι γιατί σου λείπει κάτι, απλά γιατί δεν είσαι η κατάλληλη γι’ αυτόν.
Δε σε γουστάρει αρκετά.
Δες το καθαρά, αυτή είναι η αλήθεια. Μην εθελοτυφλείς. Ωραίο το παραμυθάκι μα μόνη το έφτιαξες.
Σιγά μην στο πει. Ωραίο παιχνίδι το σκάκι και απολαυστικό. Γιατί να το χάσει;
Πέντε ώρες τη βδομάδα για εξάσκηση, τόσο σου αναλογεί.
Καλύτερα να λείπεις παρά να περισσεύεις.
Μαζεύω ότι απέμεινε, παίρνω το κουτί μου και φεύγω.
Το κενό στο ράφι θα το γεμίσεις σύντομα. Ίσως με ένα ρομάντζο εποχής. Ούτε που θα θυμάσαι τι υπήρχε σε εκείνη τη θέση.
Τον ρόλο μας το διαλέγουμε εμείς οι ίδιοι.
Και εγώ δεν θέλω να είμαι μία θέση στο ράφι σου, άμεσα διαθέσιμη προς χρήση.
Όταν θυμηθείς πόσο σου άρεσε εκείνο το σκάκι, έλα να με βρεις.
Όχι για να μου δώσεις τη θέση μου ανάμεσα στα βιβλία.
Να με ανοίξεις και να με επεξεργαστείς, να δεις το δάσος πίσω από το δέντρο.
Να ξυπνήσουμε κανένα πρωί μαζί, να γνωρίσω τον σκύλο σου, να σε βαρεθώ επιτέλους. Απλά πράγματα.
Να παλιώσω και να μην θες να με αντικαταστήσεις, να πετάξεις το κουτί.
Τότε θα ξαναβρεθούμε μαζί. Πιόνι και βασιλιάς στο ίδιο κουτί.
Τότε ίσως αξίζει τον κόπο είμαι το σκάκι σου.
Όταν θα έχω δικαίωμα να στήνω παρτίδες κι εγώ.