Γράφει η Δήμητρα.

 

Θυμάμαι την πρώτη φορά που σε είδα. Θυμάμαι πως τη μέρα της γνωριμίας μας δε μου είχες κινήσει καθόλου το ενδιαφέρον. Μάλιστα δεν είχα ακούσει καν το όνομά σου. Δε με ένοιαζε τίποτα. Δε μου έλειπε τίποτα. Ήμουν τόσο γεμάτη από όλα τότε. Τα είχα όλα. Είχα τους φίλους μου, είχα τη ζωή μου, τη μουσική μου, αγαπούσα όλον τον κόσμο, ήμουν ελεύθερη.

Και μια νύχτα μου μίλησες κι από ευγένεια απάντησα. Η κουβέντα συνεχίστηκε ως το πρωί και κάπου ανάμεσα στις λέξεις που ανταλλάξαμε, είδα μια σπίθα μαγείας. Κι έκανα χώρο στον κόσμο μου για ‘σένα. Σου έδωσα την καλύτερη θέση για να μπορείς να βλέπεις τα πάντα και να μη σε ενοχλεί τίποτα άλλο. Στρίμωξα ό,τι αγαπούσα για να νιώθεις εσύ άνετα.

Για πολύ καιρό δε με ενοχλούσε να έχω παρέα, να μοιράζομαι τον κόσμο μου με ‘σένα. Μου άρεσε η ιδέα να έχω έναν συγκάτοικο στην καθημερινότητά μου. Βλέπεις, είδα κάτι σε ‘σένα που με έκανε να νιώσω ασφάλεια και σου άνοιξα διάπλατα την πόρτα για να περάσεις χωρίς να σκεφτώ πως αυτό μπορεί να γίνει η καταστροφή μου.

Σιγά-σιγά απλώθηκες κι αναγκάστηκα να πετάξω πράγματα από τον κόσμο που παλιά αγαπούσα κι ήταν μόνο δικός μου. Δέθηκα μαζί σου, δέθηκα με τη σκέψη σου, με την ελπίδα πως ήρθες για να μείνεις. Πραγματικά πίστεψα πως είσαι εσύ για ‘μένα κι εγώ για ‘σένα και κανείς και τίποτα δε θα μπορούσε να μου το χαλάσει αυτό.

Ο χρόνος, όμως, έδειξε πως έκανα λάθος. Όλες οι προσδοκίες που είχα από ‘σένα και ‘μένα διαλύθηκαν τη στιγμή που αποφάσισες να εξαφανιστείς από τον κόσμο μου, αφήνοντας κενό το χώρο που έκανα για να νιώθεις ευπρόσδεκτος. Μέσα σε μια στιγμή, χάθηκες.

Και ‘γω δεν μπορώ να γεμίσω το κενό. Όλη η μουσική του κόσμου, όσα αγάπησα, όσα μου γέμιζαν τη ζωή, όλοι οι νέοι άνθρωποι που γνωρίζω, όλα τα χαμόγελα κι οι όμορφες αναμνήσεις δεν είναι αρκετά για να καλύψουν το κενό που άφησες εσύ.

Δεν έπρεπε να δεθώ τόσο πολύ. Έλα όμως που εγώ δέθηκα. Και τώρα πρέπει να ξεμπλεχτώ. Δεν ξέρω αν έχω τη δύναμη να το κάνω. Κάποτε μπορούσα. Τώρα μάλλον όχι. Σε όλους βλέπω εσένα. Τους συγκρίνω όλους με ‘σένα. Κανείς, όμως, δεν είναι σαν κι εσένα.

Κάποτε πετούσα ελεύθερη. Κι εσύ μου ζήτησες να κατέβω στη γη, για να είμαστε μαζί. Κι αυτό το μαζί ακούστηκε τόσο όμορφο, που για χάρη του θυσίασα την ελευθερία μου, θυσίασα τα φτερά μου.

Έτσι, σήμερα νιώθω σαν ένα τραυματισμένο πουλί, εγκλωβισμένο στη γη. Τρελαίνομαι στην ιδέα ότι κάποτε πετούσα και τώρα, εξαιτίας σου, δεν μπορώ. Με έδεσες σφιχτά στο έδαφος κι έφυγες χωρίς να με λύσεις. Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό;

Δε σε συγχωρώ λοιπόν. Δε σε συγχωρώ, γιατί εισέβαλες στον κόσμο μου με τα όμορφά σου λόγια και τις ωραίες σου πράξεις, αλλά τελικά έφυγες παίρνοντας μαζί σου το κλειδί για τις αλυσίδες μου.

Κάποια μέρα, θα βρω τον τρόπο όμως και θα λυθώ. Και δε θα σε σκεφτώ ποτέ ξανά. Θα πετάξω τόσο ψηλά όσο δεν έχω πετάξει ποτέ και θα βρω ανθρώπους που μπορούν κι αυτοί να πετάνε σαν κι εμένα, για να μη χρειαστεί να μείνω ξανά ποτέ δεμένη με κάποιον στη Γη.

Ελπίζω να είσαι κι εσύ καλά και σε ευχαριστώ για το μάθημα που μου έδωσες. Πρόσεχε, όμως, ποιον θα δέσεις την επόμενη φορά, γιατί κάποια πουλιά είναι σαρκοβόρα κι εκδικητικά. 

 

Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη