Λοιπόν, δε ξέρω αν σας έχει τύχει να καταλάβετε από την πρώτη ματιά πως κάπου εδώ ξεκινάει μια μεγάλη ιστορία, αλλά συμβαίνει. Κι αυτό ακριβώς συνέβη σε ‘μένα. Με το που τον είδα, ήξερα. Γνωριζόμαστε, βγαίνουμε και ‘γω καταλήγω να κοιμάμαι και να ξυπνάω με τη σκέψη του.

Χρόνια υπήρχε κάτι μεταξύ μας αλλά ποτέ κάτι παραπάνω απ’ αυτό που ήθελε εκείνος να δώσει. Μετά από αρκετό καιρό αποφάσισα να τον βγάλω από τη ζωή μου λέγοντας του ότι δεν μου ταιριάζει όλο αυτό, ότι δεν με ικανοποιεί πλέον. Και να σου, που το ξανασκέφτεται και με δηλώσεις του τύπου «θέλω μόνο εσένα» και «θέλω τη ζωή σου» καταλήγουμε μαζί. Εντάξει, η αλήθεια είναι πως ήξερα ότι ξεκινούσα κάτι με ημερομηνία λήξης. Και μάλιστα σύντομη. Από την άλλη, όμως, ποιος μπορεί να τιθασεύσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του; Δε ξέρω αν γίνεται τελικά, πάντως εγώ ομολογώ πως δεν το κατάφερα ποτέ.

Το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα μας ήταν μεγάλο, αλλά το πάθος μεγαλύτερο. Κρασάδικα και live εγώ, κυριλέ εστιατόρια και ελληνάδικα αυτός, ατομική ελευθερία εγώ, κτητικότητα αυτός και πάει λέγοντας. Κάποιος θα μπορούσε να κάνει μια ένσταση εδώ και να πει πως αν υπάρχει έρωτας δεν έχει σημασία τίποτ’ άλλο. Θα αντιπαρατεθώ όμως και θα υποστηρίξω ότι τα αντίθετα μεν έλκονται, αλλά χωριό δεν κάνουν.

Παρ’ όλ’ αυτά το προσπαθήσαμε. Και δώσ’ του τα τηλέφωνα -υπήρχε και η απόσταση εκτός των άλλων- και οι μόνιμοι καβγάδες, μέχρι που αρχίζω να διακρίνω μια άκρως ενοχλητική αδιαφορία. Άνευ λόγου. Άλλωστε, δεν υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτήν. Όταν είσαι καψούρης μπορείς να διαχειριστείς και τη ζήλια και τα νεύρα, ακόμη και τις βαριές κουβέντες. Την αδιαφορία όμως, όχι. Αυτή πονάει, πάντα περισσότερο, σε τσουρουφλίζει. Κι έρχεται η στιγμή που φτάνει ο κόμπος στο χτένι, δεν αντέχεις άλλο και το λήγεις. Ούτε η παραδοχή πως ο μαλάκας της υπόθεσης ήταν αυτός σε κάνει να νιώσεις καλύτερα. Εσύ άλλα ήθελες ν’ακούσεις.

Κλείσαμε το διάλογο του υποτιθέμενου τέλους με την, σχεδόν, απαίτηση να μη ξανασχοληθεί μαζί μου. Περνάνε οι μήνες και δείχνουμε και οι δύο να το κρατάμε και να μην έχουμε καμία, μα καμία επαφή. Έρχεται όμως η στιγμή που τον πετυχαίνω και συνεχίζω να είμαι πεπεισμένη ότι δε θα ξαναπέσω στα βαριά. Ψευδαίσθηση, βέβαια, όπως αποδείχθηκε περίτρανα αργότερα.

Δεν παίρνει το βλέμμα του από πάνω μου. Μέχρι που νιώθω ότι πλησιάζει και αρχίζει τα «μου λείπεις», τα «σε θέλω» και όλα τα συναφή. Χιλιοπαιγμένο το εργάκι, αλλά όταν έχεις πρωταγωνιστικό ρόλο δε σε ενδιαφέρει και πολύ. Μη σου πω ότι δε σου περνάει καν από το μυαλό. Λίγο το ποτό, λίγο το περίσσιο πάθος και η έλλειψη λογικής καταλήξαμε να φιλιόμαστε και να κάνουμε έρωτα σαν να μην υπάρχει αύριο.

Δεν ξέρω αν ήταν σωστό ή λάθος, ξέρω όμως πως εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν ήθελα τίποτα άλλο περισσότερο. Ύστερα, όμως, έρχεται και η στιγμή που πρέπει να αποφασίσεις τι θα διαλέξεις: θα συνεχίσεις μια κατάσταση που σε χαλάει δίνοντας σου μικρές στιγμές ευτυχίας; Ή θα επιλέξεις ν’ αρχίσεις να τα πηγαίνεις καλά με τον εαυτό σου και εν τέλει να βρεις κι εκείνον τον άνθρωπο που θα σε κάνει ευτυχισμένο κάθε μέρα; Εκείνον που θα του λείπεις συνέχεια κι όχι όποτε νιώθει ότι σε χάνει;

 

Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Παπασάββα.