Γράφει η Μαρίζα Νικηταρά.
«Έφυγες τη στιγμή που σου ‘χα αφεθεί, που είχα αφεθεί..» τραγουδάει η Γαλάνη κι εγώ οδηγώ στο πουθενά. Δεν έχω προορισμό, δεν ξέρω σε ποιο σημείο βρίσκομαι.
Λίγο πριν ήμουνα στα χέρια σου. Λίγο πριν ένιωθα κάθε κύτταρό μου ζωντανό και την ζωή του την έδινες εσύ.
Εσύ που μπήκες και σάρωσες το μέσα μου. Εσύ που ήρθες απρόσκλητος και έπεσες πάνω μου σε μετωπική με κομμένα φρένα. Κι εγώ αντιστάθηκα. Σου είπα όχι, σου έφερα χίλιους λόγους να μην κι εσύ επέμενες.
Το timing είναι η δικαιολογία των δειλών μου έλεγες κι εγώ έκλεινα τα μάτια κι έψαχνα κάθε ικμάδα δύναμης για να κρατήσω το όχι μου. Τη δύναμη να μείνω αμετακίνητη στην θέση μου. Στην ασφάλεια της στιγμής μου.
Εγώ σου κραύγαζα λέξεις κι εσύ μου ψιθύριζες έρωτες. Εγώ σου άρθρωνα φράσεις κι εσύ μου έκλεινες το στόμα με φιλιά.
Όχι εκείνα τα ξενέρωτα, ούτε καν τα λογοτεχνικά τα ευγενικά, εκείνα τα άλλα, εκείνα που χάνεσαι μέσα τους και θυμίζουν μικρό πόλεμο επιβίωσης. Εκείνα που αντί να σε αφήσουν ξέπνοο σου δίνουν την δύναμη της επικράτησης.
Κι όταν η ματαιότητα της αντίστασης ήταν ορατή και για στους δυο μας, με κράτησες από το χέρι και μου είπες το πιο μεγάλο ψέμα.
«Μαζί»
Και πάνω σε αυτό το «μαζί» χορέψαμε χορούς ερωτικούς νύχτες ολόκληρες.
Νύχτες αξημέρωτες σε ιδρωμένα σεντόνια και τσαλακωμένα μαξιλάρια. Νύχτες που περάσανε με κλειστά κινητά για να μην παρεμβάλει κανείς μέσα στην στιγμή μας. Νύχτες που το μόνο που είχε σημασία ήταν το πόσο γρήγορα θα φτάναμε ο ένας τον άλλο στα όρια του.
Τα μάτια έκαναν δηλώσεις και το κορμί έδινε τις εντολές. Αν δεν με άγγιζες δεν υπήρχα κι αν δε σε ένιωθα, δεν ανέπνεα. Ζητούσα την αγκαλιά σου κι οι ώρες χωρίς εσένα υπήρχαν μόνο για να μετράω το χρόνο να κλείσω την πόρτα πίσω μας.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, μέχρι εκείνο το φιλί, μέχρι εκείνο τον έρωτα.
Το ένιωσα από το πρώτο άγγιγμα. Ήταν καυτό, διαφορετικό και το φιλί σου δεν με διεκδικούσε, δεν προσπαθούσε να μου επιβληθεί. Ήξερες πως με έχεις, πως με έχεις κερδίσει. Ήμουν πια κεκτημένο σου. Κάθε άγγιγμά σου έμοιαζε σα να προσπαθούσες να μου αφήσεις σημάδια.
Όχι, δεν το προσπαθούσες, αυτό έκανες.
Μου άφηνες σημάδια πάνω μου σαν να χαρτογραφούσες την ιδιοκτησία σου. Χαμηλά στο λαιμό μου, γύρω από το στήθος μου, κοντά στον αφαλό, μικρές μελανιές απόρροια των χαδιών σου, αποστάλαγμα των φιλιών σου.
Κι όταν ήρθε η κορύφωση, εκείνο το δευτερόλεπτο που όλα είναι τόσο έντονα που γίνονται εκτυφλωτικά είδα στα μάτια σου το τέλος.
Κουλουριάστηκα πάνω σου κι άρχισαμε να μπλέκουμε τα δάχτυλά μας. Σα να κάναμε επίκληση στους θεούς του έρωτα και του θανάτου να μας ενώσουν εκείνη τη στιγμή.
Να μην μας αφήσουν άλλο να βασανιζόμαστε σε δυο σώματα. Να μην υπάρξει η επόμενη στιγμή.
Μου ψιθύριζες λέξεις ξανά. Λέξεις που δεν είχαν νόημα. Δεν σε ακούω. Προσπαθώ να φυλακίσω την αίσθησή σου, να αιχμαλωτίσω την ανατριχίλα μου όταν με αγγίζεις, το χάδι σου, την μυρωδιά μου πάνω σου.
Κλείνεις τα μάτια κι αποκοιμιέσαι, προσποιούμαι κι εγώ πως κοιμάμαι μέχρι το σώμα σου να χαλαρώσει. Κι όταν αφήνεσαι πια, σε κοιτάζω να χαμογελάς αμέριμνος σαν πολεμιστής που κατέκτησε την μάχη και σήμερα.
Σου δίνω ένα φιλί απαλό ίσα ίσα να μην σε ξυπνήσει, φοράω το φούτερ σου, το λάφυρό μου και φεύγω.
Δεν ξέρω πού πάω μακριά σου. Πονάω ήδη μέσα μου από το κενό της αγκαλιάς σου.
Τα χείλια μου σαν να μαράθηκαν και τσούζουν. Πατάω γκάζι στο πουθενά και αγνοώ την οθόνη του κινητού που αναβοσβήνει με το όνομά σου.
Έγινα κεκτημένο σου κι έφυγα, πριν γίνω δεδομένο.
«Τώρα η νύχτα μετράει την αντοχή μου, δεν είσαι εδώ..»