Γράφει η Αγγελική Κουτρουμπή.

Ήταν ένα ζεστό αλλά βροχερό απόγευμα του Σεπτέμβρη γύρω στις 8 παρά, από εκείνα τα απογεύματα που σε πιάνει μια μελαγχολία που δεν μπορείς να εξηγήσεις κι απλώς αποδέχεσαι. Είχα λούσει τα μαλλιά μου κι οι σταγόνες έτρεχαν στην πλάτη μου, καθώς καθόμουν στο κρεβάτι και σκεφτόμουν εσένα. Πού είσαι, τι κάνεις, κι αν άραγε πότε θα σε ξανά δω.

Κάποιες φορές οι άνθρωποι δεν είναι μόνο άνθρωποι, αλλά και σπίτια μας, που μέσα τους ζήσαμε αθάνατες στιγμές. Μπορώ να σου πω με αρκετή σιγουριά πως ακόμη είσαι το σπίτι μου και ποτέ δε θα ξεχάσω όσα έζησα εκεί. Αυτό το απόγευμα όμως, που είναι λες και το σπίτι μου το γκρέμισε σεισμός, εκείνο το “θα το ξεπεράσεις” φαντάζει φοβερά αστείο, στ’ αυτιά μου. Άραγε, σ’ αυτόν που χάνει το σπίτι του, τολμάς ποτέ να πεις κάτι τέτοιο;

 

 

Πάντα η ευτυχία μας ανήκει σ’ εκείνο το συγκεκριμένο άτομο που το μυαλό μας δεν μπορεί να πάψει να σκέφτεται για ώρες μέσα στην ημέρα. Κάθε φορά, κάθε τραγούδι που ακούω έχει να μου πει κάτι για σένα. Κάθε μου ασχολία έμμεσα ενώνεται με μια ανάμνηση δική σου· τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο δε μου βγαίνει να πω εκτός από ένα «σε θυμάμαι». Μου λείπει κάθε στιγμή μας από εκείνες που ήμασταν αγκαλιά και ταξιδεύαμε μαζί στο μέλλον, μέχρι εκείνες που μπορεί να πλακωνόμασταν για ανούσιες καταστάσεις, που για εμάς όμως είχαν ουσία, αφού σμπαράλιαζαν τη ρουτίνα μας.

Ξέρω καλά τον εαυτό μου, και ξέρω ακριβώς πώς νιώθω για σένα. Και ταυτόχρονα με τη διαύγεια που διαθέτω, έχω και την απόλυτη ανικανότητα να κάνω οτιδήποτε για να σε αφήσω έστω για λίγο πίσω μου. Ενδεχομένως, όταν τα πράγματα μένουν μισά και δεν ολοκληρώνονται τα κεφάλαια, να είναι κάποια μυστική συμφωνία του χρόνου να παίζουν σε λούπα εντός μας, μέχρι να μας ξεκάνουν ή να μας αναγκάσουν να τα τελειώσουμε.

Ένας κόμπος στο στομάχι με πνίγει συνεχώς και τίποτα δε μου φέρνει χαρά, ούτε κι αυτό το απόγευμα, που πήρε λίγη από την κάψα του μεσημεριού. Κάποιος άλλος στη θέση μου θα έλεγε ότι τίποτα δε μου λείπει- αλλά πού να ξέρει; Σε όλους μας εξάλλου -κι ας μην το παραδεχόμαστε πάντα- υπάρχει εκείνο που πάντα θα λείπει, εκείνο που θα εμφανίζεται με το που κλείσει η πόρτα πίσω μας για να μας καλωσορίσει. Εκείνο που δε φεύγει ποτέ από το πλάι μας σε στιγμές που μένουμε μόνοι, λες και βάλθηκε να μη βρούμε ποτέ γαλήνη.

Ταυτόχρονα θέλω να σου πω τόσα πολλά και τίποτα. Ξέρεις, νιώθω ότι χάνω τον εαυτό μου. Όταν κάποιον τον νιώθεις σαν οικογένεια και τον χάνεις, τότε ποτέ δεν ξεπερνάς ουσιαστικά την απουσία του, παρά πορεύεσαι με την ελπίδα πως κάποτε θα βρεθεί ένα υλικό που θα μπορέσει να κλείσει λίγο την τρύπα. Τα μαλλιά μου στέγνωσαν και σηκώνομαι να φτιάξω καφέ. Θα κάνω δύο- πάντα δύο έκανα. Κάποιες συνήθειες δεν αλλάζουν. Κι ας φεύγουν οι άνθρωποι, είναι κι εκείνοι που μένουν πίσω για να τους θυμούνται.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου