Γράφει η Roxanne. 

 

Εμφανίστηκες από το πουθενά κι αυθόρμητα με τράβηξες από το χέρι. Από το άγγιγμα και μόνο ανατρίχιασα, κατάλαβα ότι είχα μπλέξει ήδη.

«Θα χορέψουμε τάνγκο», μου είπες.

«Δεν ξέρω να χορεύω», πρόλαβα να ξεστομίσω.

«Ούτε εγώ, ευκαιρία να μάθουμε μαζί. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουμε στο τάνγκο είναι πώς να πιανόμαστε αγκαλιά. Τι πιο εύκολο από μια αγκαλιά στο κάτω-κάτω; Αρκεί να μπορέσουμε να συγχρονίσουμε τα σώματά μας.»

«Μα, περίμενε. Κι αν πέσω;»

«Δε θα σε άφηνα ποτέ να πέσεις.»

Το θάρρος σου με γοήτευσε. Με τράβηξες πάνω σου αγκαλιά και η μουσική ξεκίνησε. Δειλά δειλά μαθαίναμε το πρώτο βήμα. 8 χρόνοι. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε- έπρεπε να ρίξω το βάρος του σώματός μου στο δεξί πόδι και ύστερα με το ίδιο πόδι να μετατοπίσω το βάρος προς τα πίσω- κι ύστερα έξι, εφτά κι οχτώ. Δεν τα καταφέρναμε καλά γι’ αρχή. Το τάνγκο είναι ένας χορός ισορροπίας με το βάρος στο κέντρο ανάμεσά μας κι αν δεν το ισοσταθμίζαμε κάποιος από τους δύο θα έπεφτε. Αρχίσαμε να γελάμε με τα χάλια μας. Και πάλι από την αρχή· πολλές φορές επαναλήφθηκε το ίδιο. Τίποτα, δεν υπήρχε τρόπος.

«Συγγνώμη δεν μπορώ», είπα.

«Δε θα σε αφήσω να εγκαταλείψεις, με ταρακούνησες. Σε λίγο θα αρχίσεις και τις πιρουέτες. Λίγη υπομονή.»

Με τράβηξες πίσω στην προσπάθεια. Όσο τριβόμασταν ξεκίνησαν τα πρώτα παράπονα.

«Με πατάς, πονάω.»

«Γιατί δεν κάνεις προς τα πίσω;»

«Πώς θες να κάνω πίσω με το πόδι στον αέρα.»

«Δε θα είσαι η πρώτη που το κάνεις. Οι άλλες πώς τα καταφέρνουν;»

«Θα τα κατάφερνα κι εγώ αν καταλάβαινες πού έχω το βάρος του σώματός μου.»

Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε… έπεσα.

«Το πόδι μου», φώναξα. Σου έδειξα εμπιστοσύνη. Είπες πως δε θα έπεφτα.

«Με εξαντλησες. Δεν προσπαθείς πραγματικά. Δε θα βγει τελικά.»

«Άλλη μια προσπάθεια.»

«Κάναμε τόσες. Δε θα αλλάξει τίποτα άλλη μια. Δεν μπορώ άλλο.»

Και η μουσική έκλεισε. Δε μάθαμε ποτέ τάνγκο.

Η υπόσχεση δεν κρατήθηκε.

Τα σώματά μας μίλησαν διαφορετικές γλώσσες.