Γράφει η Κατερίνα Κεχαγιά.
Νυχτώνει πιο αργά.
Ο κόσμος βγαίνει συχνότερα, φοράει τα καλά του, ψεκάζεται με gucci και gabbana.
Εδώ στα βόρεια, το θερινό ηλιοστάσιο σηματοδοτεί την εποχή που οι ιστορίες κλείνουν, για ν’ανοίξουν άλλες, που θα κλείσουν κι εκείνες όταν μπει το χειμερινό.
Εγώ γυρίζω από τη δουλειά κουρασμένη, παρατάω τα παπούτσια μου στο χολ, βρίζω που δεν είσαι εδώ, ανοίγω τον υπολογιστή, δουλεύω, φτιάχνω φασκόμηλο του χωριού, βρίζω που δεν είσαι εδώ, βαριέμαι το φασκόμηλο, πίνω ουίσκι, κλαίω σε φίλους στο skype, βρίζω που δεν είσαι εδώ, κοιμάμαι με τα ρούχα.
Προχτές σε μία έκθεση φωτογραφίας, από αυτές που μοιράζουν εισιτήρια μισοτιμής στο μετρό, γνώρισα έναν οδοντίατρο.
Όσο του έλεγα για τον πόνο στον φρονιμίτη, εκείνος κοιτούσε να μου πιάσει το μπούτι.
Και μου το ‘πιασε.
Κι όταν γύρισα μετά στο σπίτι μας, έβριζα εμένα που δεν είσαι εδώ.
Δε μου άρεσε. Δε θα αφήσω να μου ξαναπιάσει κανείς το μπούτι.
Θέλω να βρίζω εσένα.
Μου αρέσει να σε κατηγορώ, να σε εξευτελίζω, να σε κάνω ένα με τον πάτο που πατάω και να κολλάς σαν τσίχλα στο παπούτσι μου.
Να σε ξεκολλάω και να σε πετάω στον πρώτο ακάλυπτο του πεζοδρομίου.
Μου αρέσει να διαφημίζω την μικροψυχία σου, να την επικαλούμαι όταν θέλω να ρίξω κάπου τα σπασμένα, να τη φωνάζω, να την κάνω σύνθημα, να σου σπάω τα παράθυρα του αυτοκινήτου.
Μου αρέσει ν’αγκαλιάζω το μαξιλάρι σου.
Να νομίζω οτι μυρίζω ακόμα το άρωμά σου.
Και να ξέρεις τα σεντόνια εγώ δε θα τ’αλλάξω. Όσοι μήνες και αν περάσουν, όσες Τασίες και αν χρειαστεί να διώξω.
Γιατί την έδιωξα την Τασία, δε στο είπα.
Την έδιωξα, όταν πήγε να μου πλύνει τα σεντόνια.
Και με είπε τρελή, ακούς; Με είπε τρελή, που έξι μήνες δεν έχω βγει από το σπίτι.
Έξι μήνες λέει η απροσάρμοστη. Ποιοι έξι μήνες; Πριν μια βδομάδα έφυγες.
Αλλά νομίζω ότι τώρα πρέπει να γυρίσεις, γιατί τώρα νυχτώνει αργά, ο κόσμος φοράει τα καλά του και πάει βόλτα.
Γιατί τώρα είναι καλοκαίρι. Και το καλοκαίρι είναι ωραίο μόνο κοντά σου.
Έχω αγοράσει δυο πολυθρόνες. Μια κίτρινη, μια μπλε.
Θέλω εσύ να είσαι στη μία, εγώ στην άλλη και στην κουζίνα να ψήνεται κοτόπουλο.
Να έχουμε φτιάξει σαγκρία, να μη χωράει στο σπίτι ουίσκι.
Το βαρέθηκα το ουίσκι.
Θέλω να είναι Σάββατο και να ‘ρθει η Τασία, να μας ξυπνήσει το κουδούνι, να έχει φέρει κέικ, να λέει πόσο μας καμαρώνει έτσι αγαπημένους, να κάθομαι στα γόνατά σου, να με γαργαλάς και να γελάμε.
Να πάμε βόλτα στο πάρκο και να την αφήσουμε να μας αλλάξει τα σεντόνια. Να γυρίσουμε το απόγευμα και να τα ποτίσουμε με το άρωμά μας.
Αλλά τώρα δεν είναι καλοκαίρι και μένα το καλοκαίρι δε μου αρέσει χωρίς εσένα.
Και αφού οι άλλοι λένε ότι έχει έρθει, έλα.
Έλα να φέρεις το καλοκαίρι, γιατί βαρέθηκα να βρίζω που δεν είσαι εδώ.