Γράφει η Έλενα Λ.

Ήταν δεδομένο ότι θα ‘μπλεκα πολύ άσχημα μαζί σου. Ήταν το πρώτο πράγμα που ‘πα στην κολλητή μου, «μαλάκα, θα κλαίμε στο τέλος»  κι εκείνη μου ‘πε «ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να κλαίει αυτός». Δεν το πίστεψα ποτέ, αλλά ήρθα. Ήρθα, επειδή γούσταρα. Δε μ’ ανάγκασε ούτε με παραμύθιασε κανείς. Μεγάλη κοπέλα είμαι κι έχω συναίσθηση των πράξεών μου. Βλέπω το γκρεμό και κάνω μια ηρωική βουτιά εν γνώσει μου.

Γούσταρα ακόμα πιο πολύ όταν έφυγα, γιατί αντίθετα μ’ ό,τι περίμενα, δεν είπες αυτά που λένε συνήθως, όπως «είσαι πολύ όμορφη», «σε σκεφτόμουν όλη μέρα» κι άλλες τέτοιες σάχλες. Έφυγα όπως φεύγουν οι πρωταγωνίστριες στις ταινίες μ’ ένα «μιλάμε» κι ένα φιλί στο μάγουλο. Ασχέτως που πριν κάτι λεπτά είχαμε σπάσει τις σανίδες του κρεβατιού σου.

Κι όσο περνούσε ο καιρός κι εσύ δεν έλεγες λόγια βαρύτητας, τόσο πιο πολύ σε γούσταρα, μέχρι τη στιγμή που άνοιξες το κουτάκι με τις σάχλες. Πόσο σου ‘λειψα, πόσο θες να κοιμηθούμε μαζί και πόσο γουστάρεις που παίζω με το μυαλό σου είναι μερικά απ’ αυτά που μου ‘πες. Δε θα τα πίστευα, αλλά επειδή τα ξεστόμισες μετά από περίπου ένα χρόνο ήμουν σίγουρη ότι έλεγες αλήθεια, αλλιώς θα τα ‘χες πει απ’ το πρώτο ραντεβού.

Απ’ τη στιγμή που τα πίστεψα, άρχισε η κατηφόρα. Όλοι οι ενδοιασμοί μου πήγαν περίπατο κι ένα βράδυ σου εξήγησα πόσο λείπεις και σ’ εμένα, όταν δεν είσαι εδώ. Απλά χαμογέλασες κι υποσχέθηκες ότι θα ‘σαι συνέχεια εδώ. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που σ’ είδα κι όπως είχα προβλέψει κλαίγαμε κι εγώ κι η κολλητή μου για συμπαράσταση.

Αναλύσεις επί αναλύσεων κι όλες έπεφταν στο κενό. Μπήκε στο παιχνίδι κι η ενοχή μου πως εγώ κάπου έχασα τη μπάλα. Πίστεψα πως σε τρόμαξα, μπορεί βέβαια να ‘χες κάτι καλύτερο να κάνεις, μπορεί απλώς να ‘σαι μαλάκας, μπορεί και να μην είσαι. Γελοίος πάντως είσαι σίγουρα. Αλλιώς γιατί να εμφανιστείς δι’ αντιπροσώπου;

Κάτι άρχισε να μη μ’ αρέσει, όταν ένας φίλος σου που μ’ είδε τυχαία μου πρότεινε να πιούμε ένα καφέ. Δεν ήταν το καλύτερό μου, αλλά δεν μπόρεσα να τ’ αποφύγω. Μετά τα τυπικά η κουβέντα πήγε σ’ εσένα.  Πόση δουλειά έχεις αυτόν τον καιρό, πόσο πιεσμένος είσαι κι άλλες δικαιολογίες, στις οποίες δεν έδωσα σημασία. Είπα ότι ήταν σύμπτωση, μέχρι που την επόμενη μέρα εμφανίστηκες εσύ, για να με ρωτήσεις αν έχεις ξεχάσει μία ζακέτα σπίτι μου. Όχι, μάτια μου, δεν έχεις ξεχάσει τίποτα σπίτι μου, γιατί πολύ απλά δεν είχες έρθει ποτέ. Βρισκόμασταν πάντα στο δικό σου!

Είχες προσχεδιάσει το διάλογο; Είσαι τόσο ηλίθιος, που αυτή ήταν η καλύτερη δικαιολογία που μπόρεσες να σκεφτείς; Δεν ξέρω, πάντως απ’ αυτήν πιάστηκες και θέλησες να ‘ρθεις σπίτι μου, μιας και δεν είχες έρθει ποτέ.

Τ’ άσχημο είναι ότι κι εγώ ήθελα να ‘ρθεις, γιατί δυστυχώς δε σταματάς να θες κάποιον, όταν αυτός αποδεικνύεται ψεύτης ή όταν σταματάει να σε θέλει. Έλα, λοιπόν, για ένα βράδυ, αλλά μ’ όρους. Θα ‘ναι όπως τα πρώτα βράδια. Δε θα μιλήσουμε, ούτε τα τυπικά δε θα πούμε. Θα σου κάνω καφέ, θα πιεις δυο γουλιές μέχρι να τελειώσω το τσιγάρο μου και μετά θα σπάσουμε τις σανίδες και του δικού μου κρεβατιού, για να ‘μαστε πάτσι. Έπειτα, θα ντυθείς και θα φύγεις, χωρίς να πεις ούτε γεια.

Έτσι κι εγώ θα σε θυμάμαι, όπως σου πρέπει. Ψεύτικο κι ωραίο.

 

Επιμέλεια Κειμένου Έλενας Λ.: Ιωάννα Κακούρη