Γράφει η Όλγα.

Έπιασε τον εαυτό της να κάνει πράγματα για να αποδράσει που δεν έβγαζαν και πολύ νόημα. Σπασμωδικές κινήσεις και κύκλους που που συχνά κατέληγαν πίσω στην αφετηρία τους. Κύκλους γύρω απο τον εαυτό της που θύμιζαν λίγο πολύ την περιστροφή της γης. Περιστροφή είπα;

Κάποτε αψηφούσε το γεγονός πως δεν περιστρεφόταν όλος ο κόσμος γύρω απο τα δικά της συναισθήματα που βούλιαζαν συχνά. Αν όχι κάθε ώρα της μέρας. Είχε υπερβολικές προσδοκίες απο τους άλλους που στο τέλος τις έθαψε βαθιά κι αποφάσισε αντ’ αυτού να ενδυναμώσει τον εαυτό της. Όχι μόνο δεν περιστρεφόταν όλος ο κόσμος γύρω της αλλά κανένας δεν είχε καταφέρει να δει καλά μέσα της. Πέρα απο δύο μεγάλες καστανές κόρες ματιών που θόλωναν συχνά και κραύγαζαν γιατί δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Οι άνθρωποι έχουν τη τάση να το σκάνε απο εκεί που μυρίζονται πως υπάρχει φωτιά μόλις δούν το πρώτο σημάδι καπνού. Και το κορίτσι αυτό ήτανε η φωτιά προσωποποιημένη. Και πώς να τα βρείς μαζί της όταν όλοι σου έχουν μάθει να μην παίζεις με τη φωτιά γιατι θα καείς; Κι έτσι το σκάς.

Μα κι εκείνους τους ελάχιστους που έμεναν είχε την ηλίθια τάση να τους διώχνει για να μη δουν τις σκουρότερες αποχρώσεις της. Ποτέ δεν άνοιξε την καρδιά της τόσο όσο ήθελε. Γιατί τα δικά της σκοτάδια τρόμαζαν ακόμα και τους τολμηρότερους.Ήξερε εξάλλου πως αυτή ήταν το φώς, το σκοτάδι, όλες οι λύσεις της κι ότιδήποτε επιθυμούσε να είναι. Αρκεί να το αποφάσιζε. Στ’αλήθεια μπορούσε να γίνει ότ,ι της ζητούσες. Μα διαταγές εκτελούσε μόνο του εαυτού της.

Σκεφτόταν πολύ, φανταζόταν ακόμα περισσότερο κι ένιωθε ακατάπαυστα κάτω απο τη λευκή επιδερμίδα της. Ένιωθε τα πάντα πολύ κι αυτό ίσως να είναι προνόμιο όταν αγαπάς. Ευλογία όταν είσαι ευτυχισμένος μα εξαντλητική κατάρα όταν πονάς χωρις τέλος. Το υλικό της δεν είχε ακόμα καταφέρει να αποκτήσει αντοχή στην ψυχική οδύνη ήταν όμως μέσα στα επόμενα σχέδια της. Λένε πως χωρίς τις στεναχώριες καμία χαρα δε θα είναι η ίδια. Όταν τυγχαίνει και χαίρεται το νιώθει διπλά και κάνει σαν μικρό παιδί. Λες κι άνοιξαν οι ουρανοί.

Υπήρξε αγχώδης, τελειομανής κι αυτοκατατσροφική μα υποθέτω πως αυτά πάνε λίγο πακέτο. Υπάρχει μια κατάσταση που τα συνδέει, η συνεχής δουλεία με τον εαυτό σου, η αυτοβελτιώση, η αυταγάπη κι η αυτοπραγμάτωση.

Τίποτα απο όλα αυτά δεν κατάφερε όμως να αμαυρίσει την όμορφη ψυχή με την οποία γεννήθηκε. Το μεγαλείο του εαυτού της υπήρχε ακόμα εκεί άτρωτο. Και συγκεκριμένοι άνθρωποι της το αφύπνιζαν συνεχώς. Με μια καλή κουβέντα. Έβλεπε μεσα σε άλλα πρόσωπα τον εαυτό της κι αυτό της έδινε πνοή. Μα έτσι κι αλλιώς όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους. Έψαχνε μανιωδώς κομμάτια της σε άλλους για να τα κάνει κίνητρο, για να πάψει να νιώθει μόνη κι αλλόκοτη. Κι αυτή ξυπνούσε. Τους αγαπούσε αυτούς τους ανθρώπους κι ευχόταν να είναι περισσότεροι ή τουλάχιστον αυτοί που είναι εδώ, να κάτσουν περισσότερο για να να την κρατήσουν ξύπνια για πάντα.

Το κορίτσι αυτό δεν είχε γεννηθεί για τα απλά και τα εύκολα. Αγκάλιαζε συχνα τον εαυτό της, κυρίως κάθε βράδυ.  Όχι μόνο γιατί αισθανόταν μοναξιά. Με αυτή την κίνηση ένιωθε πως είναι ασφαλής. Υποσεινήδητα και παραστατικά αυτό τη βοηθούσε να πάει μια σελίδα πάρακατω. Ακόμα μια μέρα. Πίστευε πως μπορούσε να είναι και να έχει ό,τι θέλει για όσο ο εαυτός της θα την αγκαλιάζει με αγάπη. Κι ήταν αλήθεια. Κανένα μελάνι δε λέρωνε αυτή την αλήθεια, καμία εξέλιξη, κανένα γεγονός που θα γραφόταν στο βιβλίο της ζωής της απο εδώ και στο εξής. Έμαθε να φυλακίζει αυτή την αλήθεια μακριά απο κάθε πραγματικότητα που της προέκυπτε.

Εξάλλου ήξερε πάντα τι έκανε. Τίποτα δεν ήτανε τυχαίο. Κι η μαγεία κατοικούσε ακόμη μέσα της. Εκεί ακριβώς μέσα στην αγκάλια της. Μπορούσε ακόμα να την αισθανθεί, να την ακούσει και μεμιάς να διώξει κάθε σκοτάδι. Είχε έρθει ξανά η ώρα για το φως.