Άρπαξε με ορμή το χαρτί και το στυλό χωρίς να έχει σκεφτεί τι θέλει να γράψει. Η λευκή κόλα ήταν όλη δική της. Το χέρι της έτρεμε -κάποιες φορές το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια. Γυρνάει, γυρνάει σε στιγμές. Το μυαλό εκείνης γύρισε σε εκείνο το βράδυ, το εντελώς διαφορετικό. Το χρώμα, η μυρωδιά εκείνης της νύχτας, που δε θύμιζαν σε τίποτα άλλες νύχτες. Εκείνο το βράδυ είχε αποφασίσει να αφεθεί, να βγάλει ό,τι νιώθει και να το μετατρέψει σε πράξη. Δεν ήθελε να μείνει στα λόγια, αυτά τα λόγια τα άσκοπα, χωρίς κανένα νόημα, χωρίς ουσία, το μόνο που κάνουν είναι να μαυρίζουν το μυαλό.

Πάμε όμως σε εκείνη την νύχτα. Ίσως ενοχλήσει, σκέφτηκε, ίσως όχι. Μα αποφάσισε να είναι ο εαυτός της, βλέποντας πώς θα πάει. Βλέποντας και κάνοντας. Της ήρθε στο μυαλό το απόφθεγμα του αγαπημένου της Καζαντζάκη: “Μια αστραπή η ζωή μας, μα προλαβαίνουμε.” Κι έτσι, έγινε. Κι εκείνος, απολάμβανε τόσο που ήταν εκεί μαζί της. Κι έλεγαν κι έλεγαν κι όσα έλεγαν ήταν όμορφα, Ώσπου πια, δεν ήταν.

“Χάλασε ο κόσμος, είπανε πως πετάξανε άνθρωπο στη θάλασσα!” 

Και τότε, σιωπή. Ξαφνικά, σκοτεινιά σκέπασε όλο της το πρόσωπο. Το άγχος της δυνάμωσε, όλα την ενοχλούσαν.

“Πώς έγινε;”

“Δεν ξέρουν ακόμη.”

“Δεν αντέχω άλλα άσχημα νέα.”

“Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά.”

Κι έτσι, έμειναν για λίγα λεπτά αγκαλιασμένοι. Πώς προχωράς μετά από τόσα κακά νέα; Λίγη ηρεμία, αυτό ζητούσε μόνο. Δεν ήθελε να γίνει κάτι άλλο, έτσι έλεγε κάθε φορά. Και κάθε φορά, μια έλξη, ένας πόθος, την πρόδιδε, που νικούσε κάθε αναστολή, κάθε σκέψη. Όμως, εκείνο το βράδυ πήρε το ρίσκο της. Κι έτσι, σαν να το ‘ξεραν, οι αισθήσεις τους πήραν ένα διαφορετικό χρώμα. Ήταν σαν να έλαμπαν στο κόκκινο, το χρώμα του έρωτα. Χάδια, αγκαλιές, αγγίγματα στο πρόσωπο -αυτό ήθελαν εκείνο το βράδυ, σαν να επιθυμούσαν ο έρωτας κι η τρυφερότητα, η ζωή, να νικήσει.

Για πρώτη φορά, άγγιξε το πρόσωπό της. Για πρώτη φορά, τα σώματά τους ήταν απογυμνωμένα, μα όχι γυμνά. Κι έτσι, μαζί, παρακαλούσαν τον εαυτό τους να μην τελειώσει η στιγμή που ζουν. Κάθε άγγιγμα είχε τη δική του ταυτότητα. Ηλεκτρισμός παντού. Το μικρό σαλονάκι πλημμύρισε από αισθησιασμό. Θα έλεγε κανείς πως μετά από τόση απανθρωπιά είναι ανήθικο να ερωτοτροπείς, μα από την άλλη, πώς θα νικήσεις τόσο μίσος, αν όχι με αγάπη;

Και μετά, ναι, η ώρα πέρασε. Σιγά-σιγά ντύθηκε για να φύγει. Δεν ήθελε να μείνει πια εκεί. Εκείνη η αγκαλιά που κουμπώνει μεταξύ τους, ήταν πλέον παρελθόν.

“Κανένα νέο;”

“Δε γράφει κάτι άλλο.”

“Να ντυθώ κι εγώ τότε, πήγε αργά.”

“Ναι, να ντυθείς, είναι αργά.”

Έφυγε. Όπως πάντα, πριν φύγει, δίνοντας πεταχτά φιλιά. Ίσως γέλασαν περισσότερο από ό,τι έπρεπε για την κατάσταση, ίσως δεν έπρεπε να αφεθούν, ίσως απλώς να ήταν λάθος. Τώρα πια, αυτό ήταν το σήμα της αποχώρησής τους.

“Θα τα ξαναπούμε” είπε.

“Καλό ταξίδι”, χαμογελώντας αποχώρησε.

Αν εκείνο το βράδυ ήταν το τελευταίο, θα του άξιζε να είναι. Γιατί ήταν αλλιώτικο, μύριζε διαφορετικά, είχε άλλο χρώμα. Κι αν ήταν, θα έμενε όμως για πάντα στην ψυχή, στο κορμί, στο μυαλό. Σαν λύτρωση. Σαν ύμνος στη ζωή.

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου