Γράφει ο Ηρακλής Παναγιωτίδης.

Από μικρός είχα μια κακιά συνήθεια. Όταν έπιανα ένα βιβλίο στα χέρια μου, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να διαβάζω την τελευταία παράγραφο. Να δω το τέλος κι ας μην ήξερα την αρχή.

Βιαστικός μάλλον κι ανυπόμονος. Το θέμα είναι πως ακόμη το κάνω.

Γι’ αυτό θα σας πω κι εσάς το τέλος της δικής μου ιστορίας. Για να παίξω δίκαια.

Πριν μια βδομάδα στο σπίτι μας γίναμε τρεις. Κι ελπίζω να ζήσετε εσείς καλά κι εμείς καλύτερα.

Τ’ όνομα μου είναι Ηρακλής και δεν έχω καμιά σχέση μ’ αυτόν της μυθολογίας.

Να σας περιγράψω με λίγα λόγια την εμφάνιση μου; Είμαι αντικειμενικά άσχημος και δεν υπερβάλλω καθόλου. Δεν υπάρχει καμία εξωτερική χάρη πάνω μου. Αυτό με έκανε δειλό κι εσωστρεφή.

Από μικρός στο σχολείο δεχόμουν πειράγματα και άσεμνα σχόλια.

Κλείστηκα στο σπίτι και στα βιβλία μου. Έγιναν ο κόσμος μου. Δεν ήθελα να έχω φίλους για να μην τους φέρνω σε δύσκολη θέση. Όσους με πλησίασαν ευγενικά και με καλές προθέσεις τους έδιωχνα με τρόπο γιατί δεν ήθελα πότε κανείς να ντρέπεται για ‘μένα.

Μου έφτανε η στεναχώρια των γονιών μου που με έβλεπαν κλεισμένο και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Είμαι και μοναχοπαίδι.

Την εικόνα μου την αποδέχτηκα, συμφιλιώθηκα μαζί της. Έπρεπε να πάω για σπουδές. Να φύγω από το σπίτι.

Θα συνέχιζα κι εκεί να κάνω παρέα με τα βιβλία μου. Το ήξερα το «μάθημα».

Τα χρόνια του πανεπιστημίου ήταν μεγάλη έκπληξη για ‘μένα. Άρχισα να συναναστρέφομαι με κόσμο που καταλάβαινα ότι δεν έδινε βάση στην εμφάνιση αλλά στο πνεύμα.

Άρχισα δειλά δειλά να κάνω παρέες. Να μη μένω κλεισμένος σπίτι. Να κοινωνικοποιούμαι με κάποιο τρόπο.

Για έρωτα, ούτε λόγος. Δεν τολμούσα να σκεφτώ καν να πλησιάσω μια κοπέλα. Αυτή την απόρριψη δεν θα την άντεχα, ειδικά τώρα που είχα αρχίσει να ζω σαν παιδί της ηλικίας μου.

Τα χρόνια κυλούσαν. Το πανεπιστήμιο διαδέχτηκε η δουλειά. Μαθηματικός.

Συναναστρεφόμουν πια με πολύ κόσμο. Παιδιά, γονείς, συναδέλφους κι ελάχιστους φίλους.

Την αγαπάω τη δουλειά μου και την κάνω καλά. Έτσι λένε.

Με την εικόνα μου πια συμφιλιώθηκα πλήρως. Μου αρκούσε που είχα δουλεμένο μυαλό και γνώσεις και με θαύμαζαν γι’ αυτό.

Η Ιουλία ήρθε στο ίδιο σχολείο με ‘μένα πριν εφτά χρόνια. Καθηγήτρια γαλλικής φιλολογίας.

Έμπαινε στο γραφείο και φώτιζε ο τόπος. Υπέροχο πλάσμα. Πάντα μ’ ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο.

Δεν φαινόταν ποτέ να έχει προβλήματα. Ένας χαρούμενος άνθρωπος. Μιλούσε με όλους και όλοι είχαν να λένε τα καλύτερα.

Έμεινε δυο χρόνια και πήρε μετάθεση για άλλο σχολείο. Άφησε κενό.

Την είδα μετά από μήνες στο δρόμο τυχαία.

«Πάμε να πιούμε έναν καφέ, ρε Ηρακλή να τα πούμε» είπε.

Καφέ; Η Ιουλία κι εγώ καφέ. Κι όμως.

Ο ένας καφές έγινε κι άλλος κι άλλος. Μιλούσαμε για ώρες. Ούτε τολμούσα να της πω πόσο πολύ μου άρεσε. Λέω μου άρεσε γιατί το ρήμα «ερωτεύτηκα» με τρόμαζε από μόνο του.

Δεν θα πολυλογήσω άλλο. Γίναμε ζευγάρι. Ναι, η Ιουλία κι εγώ ζευγάρι.

Της τα είπα όλα. Όλα μου τα κόμπλεξ και τους φόβους, τις ανασφάλειες. Όλα. Πάντα γελούσε και με χάιδευε στο κεφάλι.

Την αγαπάω και τη θαυμάζω ταυτόχρονα. Αγάπησε τον Ηρακλή και δε λογάριασε κανένα. Γιατί να μη γελιόμαστε τα σχόλια είχαν πάρει φωτιά.

Η πεντάμορφη και το τέρας.

Δίπλα της πια δε νιώθω τέρας. Νιώθω πρίγκιπας. Με ‘βγαλε για τα καλά απ’ τον μικρόκοσμο μου.

Στο παιχνίδι του χαμένου θησαυρού, η Ιουλία για ‘μένα είναι ο θησαυρός.

Την ιστορία αυτή την έγραψα πρώτα για να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ αυτή και μετά για να πω έστω και σ’ έναν ακόμη άνθρωπο ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο σ’ αυτή τη ζωή.

Το «θαύμα» του καθένα έρχεται κάποια στιγμή και τον βρίσκει κι ας έφτασε πολλές φορές κοντά στην πλήρη απόγνωση και παραίτηση.