Κάποτε, ήταν ένα μικρό αγόρι. Δεν ήταν ο πρώτος μαθητής, δεν ήξερε να παίζει τσέλο ούτε να βάζει τρίποντα από τη μέση του γηπέδου. Είχε όμως πείνα για τα μεγάλα και δεν υπήρχε ο παραμικρός χώρος για συμβιβασμούς, υποχωρήσεις και φοβίες. Δε δίσταζε λεπτό να κυνηγήσει εκείνο που εκ πρώτης δεν έπιανε κανείς κι επέλεγε να ελπίζει σ’ έναν καλύτερο κόσμο, προτιμούσε να χαμογελάει και να κλαίει στα φανερά, να φοράει χρώματα. Έψαχνε πάντα τον συνδετικό κρίκο που λείπει για να ενώσει ολόκληρο τον κόσμο, γεμίζοντας τον καμβά με λέξεις που περίμεναν καρτερικά την υλοποίησή τους. Μπλε λέξεις, πράσινες, μοβ, κίτρινες, κόκκινες πιτσιλιστές με λαχανί. Πώς όμως να το πετύχει αυτό κανείς, όταν από μικρούς μάς μαθαίνουν να χρησιμοποιούμε μόνο το γκρι; Πώς να σπάσεις τη μονοχρωμία, τη μουντάδα και το σκοτάδι, πηγαίνοντας κόντρα στα τόσο ορμητικά νερά της μάζας;

Όσο το αγόρι μεγάλωνε, τόσο έβλεπε τα όνειρά του να συρρικνώνονται σε συχνότητα, ένταση και πάθος. Τόσο έχαναν τη λάμψη και την πολυχρωμία τους, αφού το ίδιο βρισκόταν μόνιμα αντιμέτωπο με τους υπηρέτες του γκρι που φρόντιζαν να τα μολύνουν. Σε κάθε βήμα του, έβρισκε εμπόδιο αυτούς τους μίζερους που φοβούνται την αλλαγή, την ελπίδα, τη χαρά, την αισιοδοξία και τα διαφορετικά χρώματα. Αυτούς τους ίδιους που τρέμουν το λιώσιμο των πάγων με τον ερχομό του ήλιου, μην τυχόν και φανούν τα δικά τους κουσούρια που τόσο περίτεχνα κρύβουν στο σκοτάδι.

Κι όσο περνούσε ο καιρός, ο νεαρός πια, προσπαθούσε αδιάκοπα να επαναφέρει το φως στη ζωή του. Θα ‘λέγε κανείς πως η προσπάθειά του αυτή, μόνο τρελή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί. Εκείνος όμως δεν το έβαλε κάτω. Γνώριζε μεν, ότι η επιμονή κι η προσήλωση στα όνειρά του φάνταζαν σαν το τελευταίο σπίρτο σ ‘ ένα μέρος σκοτεινό, αλλά δεν τον ενοχλούσε να περπατήσει ως το μόνο φανερό σημείο στο σκοτάδι. Ήξερε ότι είναι δακτυλοδεικτούμενος, ότι τον αποκαλούσαν περίεργο κι ότι οι ιδέες κι οι απόψεις του τραβούσαν την προσοχή των υπολοίπων, αρνητικά, χωρίς όμως να τον απασχολεί.

Ο νέος αυτός άνδρας είχε πλέον απομονωθεί, όχι όμως από επιλογή. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι συμβιβάστηκε με την ιδέα πως δε χωρά στα σκοτάδια κανενός. Είχε βρει λοιπόν αναγκαστικά ένα δικό του μέρος, ένα μέρος χαράς και γαλήνης. Ήταν μικρό αντικειμενικά, μα στον ίδιο φάνταζε τεράστιο και σπουδαίο, αφού ήταν το μόνο που παρέμενε ανέγγιχτο από δαύτους. Μονάχα αυτό του είχε απομείνει και γι’ αυτό το φυλούσε σαν κόρη οφθαλμού. Ένιωθε -κι ήταν όντως- ελεύθερος εκεί κι αυτό δεν το άλλαζε με τίποτα στον κόσμο, σ’ αυτόν που επέλεγε πάντα τις αλυσίδες. Δεν έπαυε όμως να ‘ναι μόνος κι αυτό τον βάραινε, όσο να πεις.

Ώσπου μια μέρα συνέβη κάτι ανέλπιστο. Καθώς περιπλανιόταν μόνος, πασχίζοντας να σκαρφαλώσει τις ανηφόρες του -αυτές που θα τον οδηγήσουν πάλι πίσω στο ευτυχισμένο μέρος του-, το είδε μπροστά του. Η παρουσία του επιβλητική. Τα χρώματα στα φύλλα και τους καρπούς του πολλά, ζωηρά κι έντονα, οι ρίζες του τεράστιες και τα κλαδιά του αλύγιστα, τόσο που έκαναν τον νεαρό να σαστίσει. Το δέντρο στεκόταν αγέρωχο κι ας ήταν πολύ κοντά στο χείλος του γκρεμού. Κανείς δε θα μπορούσε να ξεριζώσει έναν τέτοιο κορμό άλλωστε, ούτε καν ο πιο δυνατός άνεμος, οπότε γιατί να φοβάται τον γκρεμό; Αντιθέτως, συνέχιζε να μεγαλώνει και να γίνεται ακόμα πιο όμορφο και πιο δυνατό. Συνέχιζε απτόητο να ψηλώνει, φτάνοντας ολοένα και πιο κοντά στο φως.

Ο νεαρός άνδρας ένιωσε δέος στην όψη του και καθώς παρατηρούσε με κάθε λεπτομέρεια όλα τα παραπάνω, κατάλαβε ότι επιτέλους δεν ήταν μόνος. Κι αν ήταν στον γκρεμό, σημαίνει πως εκεί θέλησε ν’ ανθίσει. Υπάρχει άραγε πιο ωραίο μέρος, από το εντελώς απρόβλεπτο;